«Πώς θα μάθουμε τι είναι;»
Της Νυνάβε της άρεσε αυτό. Όχι «Τι θα κάνουμε;» Η κοπέλα είχε κότσια.
«Έλα και βλέπε τι κάνω», της είπε, σφίγγοντας γερά το καλάθι, καθώς ορθωνόταν. Έλπιζε ότι θυμόταν όλα όσα της είχε πει η Σέμεριν. Έλπιζε ότι η Σέμεριν της τα είχε πει όλα. Η παχουλή Κίτρινη ήταν πολυλογού και άλλαζε συχνά θέμα.
Το μαγαζάκι δεν ήταν μεγάλο και δεν υπήρχε σημείο στον τοίχο που να μην έχει ράφια με τόπια από μετάξι ή καλοϋφασμένο μαλλί, σιρίτια και κορδόνια σε μασούρια, κορδέλες και δαντέλες κάθε λογής και πλάτους. Υπήρχαν κούκλες στο πάτωμα που φορούσαν ρούχα, άλλα τελειωμένα κι άλλα που ακόμα ετοιμάζονταν, από ένα φόρεμα κατάλληλο για χορό, φτιαγμένο από κεντημένο πράσινο μάλλινο ύφασμα, ως μια περλέ γκρίζα μεταξωτή εσθήτα, που θα ταίριαζε σε βασιλική αυλή. Εκ πρώτης όψεως, το κατάστημα έδειχνε ευημερία και ανθηρές δουλειές, όμως το κοφτερό βλέμμα της Νυνάβε πρόσεξε το λεπτό στρώμα σκόνης που είχε μαζευτεί σε έναν ψηλό γιακά από φουντωτή Σολιντέζικη δαντέλα και στο μεγάλο μαύρο βελούδινο φιόγκο της μέσης μιας άλλης εσθήτας.
Στο κατάστημα υπήρχαν δύο μελαχρινές γυναίκες. Η μια, νεαρή και λεπτή, έσφιγγε με ταραχή στον κόρφο της ένα τόπι από ανοιχτό κόκκινο μετάξι, ενώ προσπαθούσε να σκουπίσει προσεχτικά τη μύτη με τη ράχη του χεριού της. Τα μαλλιά της έπεφταν σαν σγουρός καταρράχτης στους ώμους της, όπως ήταν η μόδα στην Αμαδισία, αλλά έμοιαζαν ατημέλητα πλάι στην φροντισμένη κόμμωση της άλλης. Εκείνη, όμορφη, κάπως περασμένης ηλικίας, σίγουρα ήταν η μοδίστρα, όπως έδειχνε το μεγάλο μαξιλαράκι με τις βελόνες που ήταν δεμένο στον καρπό της. Το φόρεμά της ήταν από φίνο πράσινο μετάξι, καλοραμμένο, ώστε να δείχνει την ικανότητά της, αλλά είχε λίγα μόνο κεντημένα λευκά λουλουδάκια γύρω από τον ψηλό γιακά για να αναδεικνύεται το κόψιμό του.
Όταν μπήκαν μέσα η Νυνάβε και η Ηλαίην, οι δύο γυναίκες έμειναν με το στόμα ανοιχτό, λες και είχε να πατήσει κάποιος ένα χρόνο. Πρώτη συνήλθε η μοδίστρα, και τις κοίταξε με αυτοσυγκράτηση και αξιοπρέπεια, καθώς έκλινε ελαφρώς το γόνυ. «Μπορώ να σας εξυπηρετήσω; Είμαι η Ρόντε Μακούρα. Το μαγαζί μου είναι και δικό σας».
«Θέλω ένα φόρεμα κεντημένο με κίτρινα τριαντάφυλλα στο μπούστο», της είπε η Νυνάβε. «Να μην έχουν όμως αγκάθια», πρόσθεσε γελώντας. «Οι πληγές μου δεν θεραπεύονται γρήγορα». Δεν είχε σημασία τι έλεγε, αρκεί να υπήρχαν στα λόγια της το «κίτρινο» και η «θεραπεία». Τώρα θα φαινόταν αν εκείνο το ματσάκι με τα λουλούδια ήταν τυχαίο. Αν ήταν, τότε θα έπρεπε να βρει λόγο να μην αγοράσει το φόρεμα με τα τριαντάφυλλα. Και κάποιον τρόπο για να μην εξιστορήσει η Ηλαίην αυτό το θλιβερό περιστατικό στον Θομ και τον Τζούιλιν.
Η κυρά Μακούρα έμεινε για μια στιγμή να την κοιτάζει με σκοτεινά μάτια και ύστερα γύρισε στην αδύνατη κοπελίτσα, σπρώχνοντάς την προς το πίσω μέρος του μαγαζιού. «Σύρε στην κουζίνα, Λούσι, να κάνεις τσάι για τις καλές κυρίες. Από το γαλάζιο το βαζάκι. Το νερό καίει, δόξα στο Φως. Άντε, κοπέλα μου. Άσ’ το αυτό που κρατάς και μη χάσκεις. Γρήγορα, γρήγορα. Το γαλάζιο το βαζάκι, είπαμε. Το καλύτερο τσάι μου», είπε, ενώ γυρνούσε πάλι προς τη Νυνάβε, καθώς η κοπέλα χανόταν από την πόρτα στο βάθος. «Μένω πάνω από το μαγαζί, ξέρετε, και η κουζίνα μου είναι πίσω». Έσιαζε νευρικά τα φουστάνια της, ενώ ο αντίχειρας και ο δείκτης του δεξιού χεριού της σχημάτιζαν έναν κύκλο. Ήταν σημάδι για το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού. Απ’ ό,τι φαινόταν, η Νυνάβε δεν θα χρειαζόταν να βρει δικαιολογία για να μην πάρει το φόρεμα.
Η Νυνάβε επανέλαβε το σημάδι και μετά από μια στιγμή το ίδιο έκανε και η Ηλαίην. «Είμαι η Νυνάβε κι αυτή είναι η Ηλαίην. Είδαμε το σινιάλο σου».
Η μοδίστρα σπαρτάρισε, σαν να ήταν έτοιμη να πετάξει. «Το σινιάλο; Α. Ναι. Φυσικά».
«Λοιπόν;» είπε η Νυνάβε. «Ποιο είναι το επείγον μήνυμα;»
«Δεν πρέπει να μιλήσουμε εδώ πέρα... ε... κυρά Νυνάβε. Μπορεί να μπει κόσμος». Η Νυνάβε αμφέβαλλε γι’ αυτό. «Θα σου τα πω όσο θα πίνουμε ένα ωραίο τσαγάκι. Είπα ότι είναι το καλύτερό μου τσάι;»