Выбрать главу

Η Νυνάβε και η Ηλαίην κοιτάχτηκαν. Αν η κυρά Μακούρα δίσταζε τόσο πολύ να πει τα νέα, τότε πρέπει να ήταν πολύ άσχημα.

«Αν πάμε πίσω», είπε η Ηλαίην, «δεν θα μας ακούει κανείς». Ο βασιλικός τόνος της φωνής της έκανε τη μοδίστρα να την κοιτάξει. Για μια στιγμή, της Νυνάβε της φάνηκε ότι ίσως η μοδίστρα ξεχνούσε τη νευρικότητά της, όμως αμέσως εκείνη η ανόητη ξανάρχισε να φλυαρεί.

«Το τσάι θα είναι έτοιμο αμέσως. Το νερό βράζει. Κάποτε είχαμε Ταραμπονέζικο τσάι από εμπόρους που περνούσαν. Γι’ αυτό είμαι δω, νομίζω. Όχι για το τσάι, φυσικά. Για το εμπόριο που υπήρχε, και για τα νέα που έφταναν με τις άμαξες και από τις δύο μεριές. Οι ― πιο πολύ σ’ ενδιαφέρουν τα ξεσπάσματα μιας ασθένειας ή κάποιο καινούριο είδος αρρώστιας, αλλά εγώ το βρίσκω ενδιαφέρον. Καταγίνομαι λιγάκι με―» έβηξε και συνέχισε, με τα λόγια να ρέουν σαν ποτάμι· αν έσιαζε λίγο πιο δυνατά το φόρεμά της, θα το τρυπούσε. «Κάτι σχετικό με τα Τέκνα, φυσικά, όμως εκείνοι —εσύ― δεν ενδιαφέρεσαι γι’ αυτούς, έτσι δεν είναι;»

«Στην κουζίνα, κυρά Μακούρα», είπε σταθερά η Νυνάβε, μόλις η άλλη γυναίκα σταμάτησε για να πάρει ανάσα. Αν την είχαν φοβίσει τόσο τα νέα που είχε, τότε η Νυνάβε ήθελε να τα μάθει αμέσως, και δεν θα ανεχόταν άλλη καθυστέρηση.

Η πίσω πόρτα άνοιξε ίσα για να χωρέσει το κεφάλι της Λούσι με την ταραγμένη έκφραση. «Είναι έτοιμο, κυρά», ανακοίνωσε λαχανιασμένη.

«Πέρνα από δω, κυρά Νυνάβε», είπε η μοδίστρα, τρίβοντας συνεχώς το μπροστινό μέρος του φορέματός της. «Κυρά Ηλαίην».

Ένας κοντός διάδρομος περνούσε πλάι από στενά σκαλιά και κατέληγε σε μια μικρή κουζίνα, απ’ όπου φαίνονταν τα δοκάρια της οροφής, με ένα κατσαρολάκι που έβγαζε ατμό στην πυροστιά και ψηλά ντουλάπια παντού. Μπακιρένια κατσαρολικά κρέμονταν ανάμεσα στην πίσω πόρτα κι ένα παράθυρο πρόσφερε θέα στον μικρό αυλόγυρο πίσω από το σπίτι, όπου υπήρχε ένας ψηλός ξύλινος φράχτης. Πάνω σ’ ένα τραπεζάκι στη μέση του δωματίου υπήρχε μια κατακίτρινη τσαγιέρα, ένα πράσινο βαζάκι με μέλι, τρία παράταιρα φλιτζάνια σε διαφορετικά χρώματα κι ένα κοντόχοντρο γαλάζιο πήλινο δοχείο με το καπάκι του κατεβασμένο. Η κυρά Μακούρα άρπαξε το δοχείο, το καπάκωσε και το έβαλε βιαστικά σ’ ένα ντουλάπι, όπου υπήρχαν κι άλλα σε μια ποικιλία περισσότερων από είκοσι χρωμάτων και τόνων.

«Καθίστε, παρακαλώ», είπε, γεμίζοντας τα φλιτζάνια. «Παρακαλώ».

Η Νυνάβε πήρε μια καρέκλα πλάι στην Ηλαίην και η μοδίστρα έβαλε τα φλιτζάνια μπροστά τους, ενώ στη συνέχεια πετάχτηκε σε ένα ντουλάπι για να φέρει κασσιτέρινα κουταλάκια.

«Το μήνυμα;» είπε η Νυνάβε, όταν η γυναίκα κάθισε στο τραπέζι αντίκρυ τους. Η κυρά Μακούρα ήταν τόσο νευρική, που δεν έλεγε να αγγίξει το φλιτζάνι της. Έτσι, η Νυνάβε έριξε μέλι στο δικό της, το ανακάτεψε και ήπιε μια γουλιά· έκαιγε, αλλά είχε μια δροσερή γεύση όταν κατέβαινε, σαν μέντα. Ίσως το καυτό τσάι απάλυνε τη νευρικότητα της άλλης, αν μπορούσε να την κάνει να το πιει.

«Ευχάριστη γεύση», μουρμούρισε η Ηλαίην με το πρόσωπο κοντά στο φλιτζάνι της. «Τι είδους τσάι είναι;»

Μπράβο, κοπέλα μου! σκέφτηκε η Νυνάβε.

Όμως τα χέρια της μοδίστρας απλώς πετάρισαν νευρικά πλάι στο φλιτζάνι της. «Ένα Ταραμπονέζικο τσάι. Από ένα μέρος κοντά στην Ακτή των Σκιών».

Η Νυνάβε αναστέναξε και ήπιε άλλη μια γουλιά για να μαλακώσει το στομάχι της. «Το μήνυμα», επέμεινε. «Δεν κρέμασες το σημάδι για να μας προσκαλέσεις σε τσάι. Ποια είναι τα επείγοντα νέα που έχεις να πεις;»

«Α. Ναι». Η κυρά Μακούρα έγλειψε τα χείλη της, τις κοίταξε και μετά είπε αργά. «Έφτασαν πριν από ένα μήνα και η διαταγή ήταν να τα μάθουν πάση θυσία όσες αδελφές περάσουν από δω». Έγλειψε πάλι τα χείλη της. «Όλες οι αδελφές είναι ευπρόσδεκτες, αν επιστρέψουν στον Λευκό Πύργο. Ο Πύργος πρέπει να είναι ενωμένος και δυνατός».

Η Νυνάβε περίμενε να ακούσει και τα υπόλοιπα, η άλλη γυναίκα όμως σιώπησε. Αυτό ήταν το δυσοίωνο μήνυμα; Κοίταξε την Ηλαίην, εκείνη όμως έμοιαζε να την είχε πιάσει η ζέστη· είχε ζαρώσει στην καρέκλα της και κοίταζε τα χέρια της πάνω στο τραπέζι. «Αυτό είναι όλο;» ρώτησε επιτακτικά η Νυνάβε και ξαφνιάστηκε όταν έπιασε τον εαυτό της να χασμουριέται. Φαίνεται, η ζέστη έπιανε και την ίδια.

Η μοδίστρα στεκόταν και την κοίταζε προσηλωμένα.

«Είπα», άρχισε να λέει η Νυνάβε, αλλά ξαφνικά ένιωσε το κεφάλι της τόσο βαρύ, που δεν το σήκωνε ο λαιμός της. Κατάλαβε ότι η Ηλαίην είχε γείρει στο τραπέζι, με τα μάτια της κλειστά και με τα χέρια της να κρέμονται νωθρά. «Τι μας έδωσες;» είπε με βαριά φωνή· ένιωθε ακόμα εκείνη τη γεύση μέντας, αλλά η γλώσσα της είχε πρηστεί. «Πες μου!» Άφησε το φλιτζάνι να πέσει και σηκώθηκε στηριζόμενη στο τραπέζι, με τα γόνατά της να τρέμουν. «Τι, που να σε κάψει το Φως!»