Η κυρά Μακούρα έσπρωξε πίσω την καρέκλα της και απομακρύνθηκε, για να μην μπορεί να την φτάσει, όμως η προηγούμενη νευρικότητά της τώρα είχε μετατραπεί σε βλέμμα ήσυχης ικανοποίησης.
Το σκοτάδι τύλιξε τη Νυνάβε· το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν η φωνή της μοδίστρας. «Πιάσε την, Λούσι!»
10
Σύκα και Ποντίκια
Η Ηλαίην συνειδητοποίησε ότι την κουβαλούσαν στον πάνω όροφο, πιάνοντάς την από τους ώμους και τους αστραγάλους. Τα μάτια της άνοιξαν, μπορούσε να δει, όμως το υπόλοιπο κορμί της έμοιαζε να ανήκει σε κάποια άλλη, μιας και δεν την υπάκουγε. Ακόμα και το βλεφάρισμά της ήταν αργό. Ένιωθε το μυαλό της σαν να ήταν γεμάτο πούπουλα.
«Ξύπνησε, κυρά!» τσίριξε η Λούσι, η οποία παραλίγο θα άφηνε τα πόδια της να πέσουν. «Με κοιτάζει!»
«Σου είπα να μην ανησυχείς». Η φωνή της κυράς Μακούρα ακούστηκε πάνω από το κεφάλι της Ηλαίην. «Δεν μπορεί να διαβιβάσει, δεν μπορεί να σαλέψει ούτε ένα μυ, με τόσο τσάι διχαλόριζας που ήπιε. Το ανακάλυψα κατά λάθος, και να πόσο βολικό είναι».
Ήταν αλήθεια. Η Ηλαίην κρεμόταν ανάμεσά τους σαν κούκλα που της έλειπε το μισό παραγέμισμα, τα νώτα της χτυπούσαν στα σκαλιά και δεν μπορούσε να διαβιβάσει καθόλου. Μπορούσε να νιώσει την Αληθινή Πηγή, όμως, όταν προσπάθησε να την αγκαλιάσει, ένιωσε σαν να προσπαθούσε να πιάσει βελόνα σε καθρέφτη με παγωμένα χέρια. Την πλημμύρισε πανικός κι ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της.
Ίσως εκείνες οι δύο σκόπευαν να την παραδώσουν στους Λευκομανδίτες για να την εκτελέσουν, αλλά δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι Λευκομανδίτες είχαν βάλει μερικές γυναίκες να στήσουν παγίδα ελπίζοντας ότι θα έπεφτε μέσα κάποια Άες Σεντάι. Η άλλη εξήγηση έλεγε πως ήταν Σκοτεινόφιλες, και σίγουρα υπηρετούσαν το Μαύρο Άτζα παράλληλα με το Κίτρινο. Σίγουρα θα την παρέδιδαν στα χέρια του Μαύρου Άτζα, εκτός αν είχε διαφύγει η Νυνάβε. Αλλά, αν η Ηλαίην ήθελε να δραπετεύσει, δεν μπορούσε να βασίζεται σε κανέναν άλλο. Και δεν μπορούσε ούτε να σαλέψει ούτε να διαβιβάσει. Ξαφνικά κατάλαβε ότι πάσχιζε να ουρλιάξει, αλλά άφηνε μόνο ένα ψιλό, γουργουριστό νιαούρισμα. Έβαλε όλη τη δύναμη που της είχε απομείνει για να το σταματήσει.
Η Νυνάβε γνώριζε τα πάντα για τα βότανα, τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν· πώς και δεν είχε αναγνωρίσει τι ήταν το τσάι; Σταμάτα την κλάψα! Η αυστηρή φωνούλα στο βάθος του μυαλού της διέθετε εξαιρετική ομοιότητα με τη φωνή της Λίνι. Το γουρουνόπουλο που σκούζει κάτω από το φράχτη τραβά την αλεπού, ενώ θα έπρεπε να το βάλει στα πόδια. Μέσα σε απόγνωση, έβαλε στον εαυτό της να κάνει κάτι απλό, να αγκαλιάσει το σαϊντάρ. Αλλοτε ήταν πράγματι απλό, τώρα όμως ήταν αδύνατον, λες και προσπαθούσε να φτάσει το σαϊντίν. Συνέχισε όμως· ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει.
Η κυρά Μακούρα όμως δεν έδειχνε να σκάει για τίποτα. Μόλις έριξαν την Ηλαίην σε ένα στενό κρεβάτι μέσα σ’ ένα μικρό, κλειστό δωμάτιο με ένα παράθυρο, βγήκε σπρώχνοντας τη Λούσι βίαια από μπροστά της, χωρίς να ρίξει ούτε ένα βλέμμα πίσω της. Το κεφάλι της Ηλαίην είχε πέσει με τρόπο που μπορούσε να δει άλλο ένα κρεβατάκι κι ένα κομοδίνο με στιλβωμένα μπρούντζινα χερούλια στα ράφια. Τώρα μπορούσε να γυρίσει τα μάτια πέρα-δώθε, αλλά το να κουνήσει το κεφάλι ήταν ακόμα πάνω από τις δυνάμεις της.
Σε λίγα λεπτά οι δύο γυναίκες επέστρεψαν λαχανιασμένες, με τη Νυνάβε να κρέμεται ανάμεσά τους, και την ■πέταξαν στο άλλο κρεβάτι. Το πρόσωπό της ήταν χαλαρό και γυάλιζε από τα δάκρυα, αλλά τα μαύρα μάτια της... Ήταν γεμάτα οργή, και φόβο επίσης. Η Ηλαίην έλπιζε να είχε το πάνω χέρι ο θυμός· η Νυνάβε ήταν πιο δυνατή από την ίδια, όταν μπορούσε να διαβιβάσει· ίσως τα κατάφερνε, εκεί που η Ηλαίην είχε αποτύχει οικτρά τόσες φορές. Μακάρι να ήταν δάκρυα οργής.
Η κυρά Μακούρα είπε στη λεπτή κοπελίτσα να μείνει εκεί και βγήκε άλλη μια φορά φουριόζα. Τώρα επέστρεψε κρατώντας ένα δίσκο, τον οποίο ακούμπησε πάνω στο κομοδίνο. Στο δίσκο ήταν η κίτρινη τσαγιέρα, ένα φλιτζάνι, ένα χωνί και μια ψηλή κλεψύδρα. «Έχε το νου σου, Λούσι, θα δίνεις δυο ουγκιές στην καθεμιά τους αμέσως μόλις αδειάζει η κλεψύδρα. Πρόσεχε, αμέσως!»
«Γιατί δεν τους το δίνουμε τώρα, κυρά;» βόγκηξε η κοπέλα, τρίβοντας τα χέρια της. «Θέλω να ξανακοιμηθούν. Δεν μ’ αρέσει που με κοιτάζουν».
«Θα ’ταν σαν πεθαμένες τότε, κορίτσι μου, ενώ μ’ αυτόν τον τρόπο μπορούμε να τις σηκώσουμε και να περπατήσουν, όταν χρειαστεί. Θα τους βάλω την πιο κατάλληλη δόση μόλις έρθει η ώρα να τις πάρουμε από δω. Θα έχουν πονοκέφαλο και στομαχόπονο, αλλά τους αξίζει».
«Μα αν μπορούν να διαβιβάσουν, κυρά; Τι γίνεται τότε; Με κοιτάζουν».
«Μην λες βλακείες, κορίτσι μου», την έψεξε η άλλη. «Τι λες, αν μπορούσαν, δεν θα το είχαν ήδη κάνει; Είναι ανήμπορες σαν γατάκια στο σακί. Και θα μείνουν έτσι, αν τις ποτίζεις τη δόση τους. Θα κάνεις ό,τι σου λέω, με καταλαβαίνεις; Πρέπει να πάω να πω τον γερο-Άβι να στείλει ένα περιστέρι και να κανονίσω κάτι δουλειές, αλλά θα γυρίσω το συντομότερο. Βράσε άλλη μια τσαγιέρα διχαλόριζα, καλού-κακού. Θα βγω από πίσω. Κλείσε το μαγαζί. Μην τύχει και μπει κανείς και μας τα κάνει μαντάρα».