Όταν έφυγε η κυρά Μακούρα, η Λούσι στάθηκε κοιτάζοντάς τις για λίγο, τρίβοντας ακόμα τα χέρια της, και στο τέλος βγήκε κι αυτή από το δωμάτιο. Το κλαψούρισμά της ακούστηκε να χάνεται στα σκαλιά.
Η Ηλαίην έβλεπε τον ιδρώτα να γεμίζει κόμπους το μέτωπο της Νυνάβε· έλπιζε να ήταν από την προσπάθεια, όχι από τη ζέστη. Προσπάθησε, Νυνάβε. Κι η ίδια άπλωσε να πιάσει την Αληθινή Πηγή, ψηλαφώντας αδέξια μέσα από τα στρώματα του μαλλιού που έμοιαζαν να πνίγουν το κεφάλι της, απέτυχε, ξαναπροσπάθησε και απέτυχε πάλι, προσπάθησε ξανά... Αχ, Φως μου, προσπάθησε, Νυνάβε! Προσπάθησε!
Η κλεψύδρα γέμιζε τα μάτια της· δεν μπορούσε να κοιτάξει τίποτα άλλο. Η άμμος έπεφτε και κάθε κόκκος σήμαινε άλλη μια αποτυχία της. Έπεσε και ο τελευταίος κόκκος. Και η Λούσι δεν έλεγε να έρθει. Η Ηλαίην ζορίστηκε ακόμα περισσότερο, για να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, για να κουνηθεί. Ύστερα από λίγο, τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού σπαρτάρισαν. Ναι! Έπειτα από λίγα λεπτά, μπορούσε να σηκώσει το χέρι· το σήκωσε έναν αξιοθρήνητο πόντο, προτού αυτό ξαναπέσει, αλλά το είχε σηκώσει. Με κόπο, μπορούσε να γυρίσει το κεφάλι.
«Πολέμα», μουρμούρισε με μπερδεμένη φωνή η Νυνάβε, σχεδόν ακατανόητη. Τα χέρια της έσφιγγαν την κουβερτούλα που ήταν από κάτω της· έδειχνε σαν να προσπαθούσε να ανακαθίσει. Δεν κουνιόταν ούτε το κεφάλι της, αλλά προσπαθούσε.
«Το πολεμώ», προσπάθησε να πει η Ηλαίην· τα αυτιά της άκουσαν ένα γρύλισμα.
Σιγά-σιγά κατάφερε να σηκώσει το χέρι της αρκετά για να το δει, και το κράτησε εκεί. Ένα ρίγος θριάμβου τη διέτρεξε. Μείνε φοβισμένη, Λούσι. Μείνε κάτω στην κουζίνα λιγάκι ακόμα και...
Η πόρτα άνοιξε με πάταγο και λυγμοί αγανάκτησης έσεισαν στο κορμί της, καθώς έμπαινε η Λούσι με φόρα. Παραλίγο θα τα είχε καταφέρει. Η κοπέλα έριξε μια ματιά στις δύο γυναίκες και με μια κραυγούλα τρόμου όρμηξε στο κομοδίνο.
Η Ηλαίην προσπάθησε να της αντισταθεί, αλλά καθώς ήταν λεπτή, η Λούσι της κατέβασε τα χέρια που ανέμιζαν κι εξίσου εύκολα της έχωσε το χωνί ανάμεσα στα δόντια. Η κοπέλα ήταν λαχανιασμένη, σαν να έτρεχε. Το κρύο, πικρό τσάι γέμισε το στόμα της Ηλαίην. Εκείνη κοίταξε τη Λούσι από πάνω της, με πρόσωπο που καθρέφτιζε τον πανικό της άλλης. Όμως η Λούσι έκλεισε το στόμα της Ηλαίην και της μάλαξε το λαιμό βλοσυρά και αποφασισμένα, παρ’ όλο το φόβο της, ώσπου εκείνη κατάπιε. Η Ηλαίην, καθώς την συνέπαιρνε το σκοτάδι, άκουσε υγρούς ήχους διαμαρτυρίας από τη Νυνάβε.
Όταν τα μάτια της ξανάνοιξαν, η Λούσι έλειπε και η άμμος κυλούσε πάλι μέσα στο γυαλί. Τα μαύρα μάτια της Νυνάβε είχαν γουρλώσει και η Ηλαίην δεν ήξερε αν αυτό οφειλόταν στο φόβο ή στο θυμό. Υπήρχε κάτι που θαύμαζε στην άλλη γυναίκα. Η Νυνάβε, ακόμα κι αν το κεφάλι της ήταν κάτω από τον πέλεκυ του δήμιου, δεν παραδινόταν. Τα κεφάλια και των δύο μας είναι στον πέλεκυ!
Ντράπηκε που ήταν τόσο πιο αδύναμη από τη Νυνάβε. Υποτίθεται ότι κάποια μέρα θα γινόταν Βασίλισσα του Άντορ, αλλά ήθελε να ουρλιάξει από τον τρόμο. Δεν το έκανε, ούτε ακόμα και με το νου της —συνέχισε πεισματικά την προσπάθεια να κουνήσει τα μέλη της, να αγγίξει το σαϊντάρ― αλλά το ήθελε. Πώς μπορούσε να γίνει βασίλισσα, αφού ήταν τόσο αδύναμη; Έψαξε πάλι να βρει την Πηγή. Και πάλι. Και πάλι. Παραβγαίνοντας με τους κόκκους της άμμου. Και πάλι.
Άλλη μια φορά η κλεψύδρα άδειασε χωρίς να φανεί η Λούσι. Αργά-αργά, έφτασε στο σημείο που μπορούσε να σηκώσει ξανά το χέρι της. Και μετά το κεφάλι της! Αν και ξανάπεσε πίσω αμέσως. Άκουσε τη Νυνάβε να μουρμουρίζει μόνη της και καταλάβαινε τα περισσότερα απ’ όσα έλεγε.
Η πόρτα άνοιξε με πάταγο για άλλη μια φορά. Η Ηλαίην σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε με απόγνωση ― κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ο Θομ Μέριλιν στεκόταν εκεί σαν ένας από τους ήρωες των ίδιων του των παραμυθιών, με το ένα χέρι να σφίγγει το σβέρκο της Λούσι, που κόντευε να λιποθυμήσει, ενώ με το άλλο κρατούσε μαχαίρι έτοιμο να το πετάξει. Η Ηλαίην γέλασε με αγαλλίαση, αν και αυτό που ακούστηκε έμοιαζε περισσότερο με κρώξιμο.
Ο Θομ έσπρωξε με βία την κοπέλα σε μια γωνιά. «Κάτσε εκεί, αλλιώς θα ακονίσω αυτή τη λεπίδα στο τομάρι σου!» Με δυο δρασκελιές βρέθηκε στο πλάι της Ηλαίην, σιάζοντας τα μαλλιά της, με την ανησυχία έκδηλη στο ταλαιπωρημένο πρόσωπό του. «Τι τους έδωσες, μικρή; Πες μου, αλλιώς―»
«Όχι αυτή», μουρμούρισε η Νυνάβε. «Μια άλλη. Έφυγε. Βοήθα με. Να περπατήσω».