Ο Θομ την άφησε απρόθυμα, κατά τη γνώμη της Ηλαίην. Ξανάδειξε απειλητικά το μαχαίρι του στη Λούσι —εκείνη ζάρωσε, σαν να ήθελε να δείξει ότι δεν θα το κουνούσε ρούπι από κει― και ύστερα, μέσα σ’ ένα βλεφάρισμα των ματιών, το είχε ήδη εξαφανίσει μέσα στο μανίκι του. Σήκωσε τη Νυνάβε για να σταθεί όρθια, και άρχισε να βηματίζει μαζί της στο μικρό χώρο που άφηνε ελεύθερο το δωμάτιο. Η Νυνάβε ήταν σωριασμένη πάνω του, με το σώμα νωθρό, σέρνοντας τα πόδια της.
«Χαίρομαι που λες ότι δεν σας παγίδεψε αυτό το φοβισμένο γατάκι», είπε. «Αν ήταν αυτή ο αίτιος...» Κούνησε το κεφάλι του. Σίγουρα θα είχε εξίσου κακή γνώμη για τις δυο τους, αν η Νυνάβε του φανέρωνε την αλήθεια· η Ηλαίην πάντως δεν είχε σκοπό να του την πει. «Τη βρήκα να ανεβαίνει τρέχοντας τα σκαλοπάτια, τόσο πανικοβλημένη που δεν με άκουσε καν πίσω της. Δεν χαίρομαι που η συνεργός της έφυγε χωρίς να τη δει ο Τζούιλιν. Λέτε να φέρει άλλους;»
Η Ηλαίην γύρισε στο πλάι. «Δεν το νομίζω, Θομ», μουρμούρισε. «Δεν μπορεί ― να πει σε πολύ κόσμο ― την αλήθεια για τον εαυτό της». Ένα λεπτό ακόμα και θα μπορούσε να ανασηκωθεί. Κοίταζε κατάματα τη Λούσι· η κοπέλα έκανε ένα μορφασμό πόνου και προσπάθησε να γίνει ένα με τον τοίχο. «Οι Λευκομανδίτες ― θα την έπιαναν ― όπως θα έκαναν και με μας».
«Ο Τζούιλιν;» είπε η Νυνάβε. Το κεφάλι της ταλαντεύτηκε, καθώς σήκωνε ένα άγριο βλέμμα στον Θομ. Δεν δυσκολευόταν όμως καθόλου να μιλήσει. «Σας είπα να μείνετε στο κάρο».
Ο Θομ φύσηξε ενοχλημένος το μουστάκι του. «Μας είπες να τακτοποιήσουμε τις προμήθειες κι αυτό δεν ήταν δουλειά για δύο. Ο Τζούιλιν σε ακολούθησε κι όταν είδα ότι δεν γυρνούσε κανείς σας, πήγα να τον ψάξω». Ξεφύσηξε ξανά. «Ακόμα κι αν υπήρχαν δέκα άνθρωποι εδώ μέσα, που δεν το ήξερε, ήταν έτοιμος να έρθει να σας βρει μόνος του. Είναι πίσω και δένει τον Σκάλκερ. Καλά που αποφάσισα να έρθω με τ’ άλογο. Μου φαίνεται πως θα το χρειαστούμε για να σας πάρουμε από δω».
Η Ηλαίην ανακάλυψε ότι μπορούσε να σηκωθεί, αν και μετά βίας, πιάνοντας την κουβέρτα, αλλά η προσπάθεια που έκανε να σηκωθεί όρθια παραλίγο να τη ρίξει πάλι ανάσκελα. Το σαϊντάρ ήταν απρόσιτο όπως και πριν· ακόμα ένιωθε το κεφάλι της σαν μαξιλάρι με πούπουλα χήνας. Η Νυνάβε είχε αρχίσει να κρατά το κορμί στητό, να σηκώνει τα πόδια, αλλά και πάλι πιανόταν από τον Θομ.
Μερικά λεπτά αργότερα έφτασε και ο Τζούιλιν, σπρώχνοντας μπροστά με το μαχαίρι του την κυρά Μακούρα. «Μπήκε από μια πόρτα του πίσω φράχτη. Την πέρασα για κλέφτρα. Σκέφτηκα ότι το καλύτερο θα ήταν να τη φέρω μέσα».
Το πρόσωπο της μοδίστρας είχε χλωμιάσει τόσο πολύ βλέποντάς τους, που τα μάτια της έμοιαζαν πιο μαύρα κι έτοιμα να πεταχτούν από το κεφάλι της. Έγλειφε τα χείλη και ίσιωνε ακατάπαυστα τη φούστα της, ρίχνοντας γοργές, κλεφτές ματιές στο μαχαίρι του Τζούιλιν, σαν να αναρωτιόταν μήπως θα ήταν καλύτερα να το έβαζε στα πόδια. Κυρίως όμως κοίταζε την Ηλαίην και τη Νυνάβε· η Ηλαίην δεν ήξερε τι ήταν πιθανότερο, να βάλει τα κλάματα ή να λιποθυμήσει.
«Βάλ’ την εκεί», είπε η Νυνάβε, κάνοντας νόημα προς το σημείο στη γωνία, όπου η Λούσι ακόμα έτρεμε με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα γόνατά της, «και βοήθα την Ηλαίην. Δεν έχω ακουστά αυτή τη διχαλόριζα, αλλά με το περπάτημα φαίνεται να περνά η επίδρασή της. Το περπάτημα σε βοηθά σε πολλά».
Ο Τζούιλιν έδειξε τη γωνία με το μαχαίρι του και η κυρά Μακούρα έτρεξε και κάθισε πλάι στη Λούσι, υγραίνοντας διαρκώς τα χείλη της με ταραχή. «Δεν ― θα έκανα ― αυτό που έκανα ― αλλά είχα διαταγές. Πρέπει να το καταλάβετε. Είχα διαταγές».
Ο Τζούιλιν βοήθησε απαλά την Ηλαίην να σηκωθεί και τη στήριξε για να περπατήσει στον ελάχιστο διαθέσιμο χώρο, ενώ διασταυρώνονταν με το άλλο ζευγάρι. Η Ηλαίην ευχήθηκε εκείνος που τη βοηθούσε να ήταν ο Θομ. Έβρισκε υπερβολικά οικείο το μπράτσο του Τζούιλιν γύρω από τη μέση της.
«Διαταγές από ποιον;» είπε ξερά η Νυνάβε. «Σε ποια δίνεις αναφορά στον Πύργο;»
Η μοδίστρα φάνηκε να ανατριχιάζει, αλλά έκλεισε το στόμα με μια έκφραση αποφασιστικότητας.
«Αν δεν μιλήσεις», είπε βλοσυρά η Νυνάβε, «θα σε αφήσω στα χέρια του Τζούιλιν. Είναι Δακρυνός ληστοκυνηγός και ξέρει πώς να αποσπά μια ομολογία καλύτερα από οποιονδήποτε Λευκομανδίτη Ανακριτή. Έτσι δεν είναι, Τζούιλιν;»
«Ένα σκοινί να τη δέσω», είπε εκείνος, μ’ ένα πλατύ χαμόγελο τόσο κακόβουλο, που η Ηλαίην σκέφτηκε να απομακρυνθεί, «μερικά κουρέλια να της κλείσω το στόμα μέχρι να είναι έτοιμη να μιλήσει, λίγο αλάτι και λάδι μαγειρέματος...» Το πνιχτό γέλιο του έκανε το αίμα της Ηλαίην να παγώσει. «Θα μιλήσει». Η κυρά Μακούρα ήταν παγωμένη πάνω στον τοίχο, με το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του και τα μάτια της διάπλατα ανοιχτά. Η Λούσι τον κοίταζε σαν να είχε μεταμορφωθεί σε Τρόλοκ, τρία μέτρα ψηλό και κερασφόρο.