Выбрать главу

«Θα σας έστελνα με κάρο, ντυμένες με παλιά ρούχα». Στη φωνή της δεν έμενε το παραμικρό ίχνος αντίστασης. «Έστειλα ένα περιστέρι για να πω στη Νάρενγουιν ότι είστε εδώ και τι έκανα. Ο Θέριν Λουγκάυ μου χρωστά μεγάλη χάρη και θα του έδινα αρκετή διχαλόριζα για να του φτάσει ως την Ταρ Βάλον, αν δεν έστελνε η Νάρενγουιν αδελφές να σας συναντήσουν νωρίτερα. Αυτός νομίζει πως είστε άρρωστες και το τσάι είναι το μόνο που σας κρατά ζωντανές μέχρι να σας Θεραπεύσουν οι Άες Σεντάι. Στην Αμαδισία, οι γυναίκες που καταγίνονται με τις γιατρειές πρέπει να έχουν το νου τους. Άμα θεραπεύσεις πολλούς, άμα κάνεις πολύ καλή δουλειά, τότε κάποιος θα βρεθεί να ψιθυρίσει Άες Σεντάι και μετά θα δεις το σπίτι σου να καίγεται. Ή κάτι χειρότερο. Ο Θέριν θα ήξερε ότι έπρεπε να κρατήσει στο στόμα του κλειστό για όσα...»

Η Νυνάβε είπε στον Θομ να πλησιάσουν και τότε χαμήλωσε το βλέμμα στη μοδίστρα. «Και το μήνυμα; Το πραγματικό μήνυμα; Δεν έβαλες αυτό το σημάδι εκεί μπροστά με την ελπίδα να μας παρασύρεις μέσα».

«Σας έδωσα το πραγματικό μήνυμα», είπε επιφυλακτικά η άλλη γυναίκα. «Δεν φαντάστηκα ότι θα πείραζε. Δεν το καταλαβαίνω, και —σε παρακαλώ―» Ξαφνικά την έπιασαν λυγμοί, έσφιξε τη Λούσι όσο γερά την έσφιγγε κι εκείνη, και άρχισαν και οι δυο να οδύρονται και να παραμιλάνε. «Σε παρακαλώ, μην τον αφήσεις να μου βάλει αλάτι! Σε παρακαλώ! Όχι το αλάτι! Αχ, σε παρακαλώ!»

«Δέσε τις», είπε με αηδία η Νυνάβε μια στιγμή μετά, «και θα πάμε κάτω να μιλήσουμε». Ο Θομ τη βοήθησε να καθίσει στην άκρη του κοντινότερου κρεβατιού, και μετά έκοψε γοργά λουρίδες από την κουβερτούλα του άλλου.

Στο πι και φι και οι δύο γυναίκες είχαν δεθεί πλάτη με πλάτη, με τα χέρια της μιας στα πόδια της άλλης, έχοντας μικρά κομμάτια της κουβέρτας για φίμωτρο. Οι δυο τους ακόμα έκλαιγαν καθώς ο Θομ βοηθούσε τη Νυνάβε να βγει από το δωμάτιο.

Η Ηλαίην ευχήθηκε να μπορούσε να περπατήσει τόσο καλά όσο η άλλη, όμως ακόμα χρειαζόταν να τη στηρίζει ο Τζούιλιν για να μην κουτρουβαλήσει στις σκάλες. Ένιωσε μια σουβλιά ζήλιας παρακολουθώντας τον Θομ με το μπράτσο γύρω από τη Νυνάβε. Είσαι ένα ανόητο κοριτσάκι, είπε κοφτά η φωνή της Λίνι, Είμαι μεγάλη γυναίκα, της απάντησε με αποφασιστικό τόνο, με τον οποίο δεν θα τολμούσε να μιλήσει ούτε σήμερα στην παραμάνα της. Στ’ αλήθεια αγαπώ τον Ραντ, όμως είναι μακριά κι ο Θομ είναι εκλεπτυσμένος και έξυπνος και... Αυτά έμοιαζαν με προφάσεις, ακόμα και στα δικά της αυτιά. Η Λίνι θα ξεφυσούσε με το γνωστό τρόπο, που σήμαινε ότι δεν ανεχόταν άλλο τέτοιες ανοησίες.

«Τζούιλιν», ρώτησε διστακτικά, «τι θα έκανες με το αλάτι και το λάδι μαγειρέματος; Μην μου πεις λεπτομέρειες», έσπευσε να προσθέσει. «Μόνο γενικά».

Εκείνος την κοίταξε για μια στιγμή. «Δεν ξέρω. Αλλά ούτε κι εκείνες ήξεραν. Αυτό είναι το τέχνασμα· το μυαλό τους σκάρωσε κάτι χειρότερο απ’ ό,τι θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ μου. Έχω δει σκληροτράχηλο άνδρα να λυγίζει, επειδή είπα να μου φέρουν σύκα και μερικά ποντίκια. Αλλά θέλει προσοχή. Μερικοί θα ομολογήσουν τα πάντα, είτε είναι αλήθεια είτε όχι, μόνο και μόνο για να γλιτώσουν από αυτό που φαντάζονται. Δεν νομίζω όμως ότι αυτές τα έβγαζαν από το μυαλό τους».

Την ίδια γνώμη είχε κι αυτή. Δεν μπόρεσε όμως να συγκρατήσει το ρίγος που την έπιασε. Τι θα μπορούσε να κάνει κάποιος με σύκα και ποντίκια; Δεν έπρεπε να το σκέφτεται, γιατί θα την έπιαναν εφιάλτες.

Όταν πια έφτασαν στην κουζίνα, η Νυνάβε περπατούσε τρικλίζοντας, χωρίς να στηρίζεται, κι έψαχνε στο ντουλάπι που ήταν γεμάτο χρωματιστά βάζα. Η Ηλαίην χρειάστηκε να καθίσει σε μια καρέκλα. Το γαλάζιο βαζάκι ήταν στο τραπέζι, όπως και μια γεμάτη πράσινη τσαγιέρα, προσπάθησε όμως να μην τα κοιτάζει. Ακόμα δεν μπορούσε να διαβιβάσει. Μπορούσε να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, αλλά της ξεγλιστρούσε αμέσως. Τουλάχιστον τώρα ένιωθε σίγουρη ότι θα ανακτούσε τη Δύναμη. Το αντίθετο ήταν τόσο φρικτό, που δεν μπορούσε ούτε να το διανοηθεί, κάτι που δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό της να κάνει παρά μόνο εκείνη τη στιγμή.

«Θομ», είπε η Νυνάβε, σηκώνοντας τα καπάκια από διάφορα δοχεία και κοιτάζοντας τι περιείχαν. «Τζούιλιν». Κοντοστάθηκε, πήρε μια βαθιά ανάσα και, πάλι χωρίς να τους κοιτάζει, είπε, «Σας ευχαριστώ. Τώρα καταλαβαίνω γιατί οι Άες Σεντάι έχουν Προμάχους. Σας ευχαριστώ πολύ».

Δεν είχαν όλες οι Άες Σεντάι Προμάχους. Οι Κόκκινες θεωρούσαν όλους τους άνδρες μολυσμένους, επειδή οι άνδρες που μπορούσαν να διαβιβάσουν τρελαίνονταν, και μερικές άλλες δεν είχαν επειδή δεν έφευγαν από τον Πύργο ή απλώς επειδή δεν αντικαθιστούσαν τους Προμάχους που πέθαιναν. Οι Πράσινες ήταν το μόνο Άτζα που επέτρεπε στις Άες Σεντάι να δεσμεύουν περισσότερους από έναν Πρόμαχο. Η Ηλαίην ήθελε να γίνει Πράσινη. Όχι γι’ αυτό το λόγο, φυσικά, αλλά επειδή οι Πράσινες αυτοαποκαλούνταν Μαχόμενο Άτζα. Ενώ οι Καφέ έψαχναν για χαμένες γνώσεις και οι Γαλάζιες αφιερώνονταν σε υψηλούς σκοπούς, οι Πράσινες αδελφές ήταν σε ετοιμότητα για την Τελευταία Μάχη, τότε που θα εξορμούσαν, όπως είχαν κάνει στους Πολέμους των Τρόλοκ, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους καινούριους Άρχοντες του Δέους.