Выбрать главу

Οι δύο άνδρες κοιτάχτηκαν με απροκάλυπτη έκπληξη. Σίγουρα περίμεναν να δεχθούν τις συνηθισμένες επιπλήξεις της Νυνάβε. Η Ηλαίην ένιωθε κι αυτή σχεδόν εξίσου σοκαρισμένη. Η Νυνάβε σιχαινόταν να τη βοηθούν, όπως ακριβώς σιχαινόταν να κάνει λάθος· και τα δύο την εκνεύριζαν, αν και φυσικά πάντα ισχυριζόταν ότι φερόταν γλυκά και συνετά.

«Είναι Σοφία». Η Νυνάβε πήρε μια πρέζα σκόνη από ένα δοχείο και τη μύρισε, τη γεύτηκε με τη μύτη της γλώσσας της. «Όπως κι αν την ονομάζουν εδώ».

«Δεν έχουν όνομα γι’ αυτές εδώ», είπε ο Θομ. «Δεν υπάρχουν πολλές γυναίκες στην Αμαδισία που να ασχολούνται με την παλιά σου τέχνη. Είναι πολύ επικίνδυνο. Για τις περισσότερες είναι απλώς πάρεργο».

Η Νυνάβε πήρε ένα κομμάτι δέρμα από το κάτω μέρος του ντουλαπιού και άρχισε να φτιάχνει μικρά δεματάκια με το περιεχόμενο μερικών από τα βάζα. «Και σε ποιον πάνε όταν αρρωσταίνουν; Σε κανέναν κομπογιαννίτη;»

«Ναι», είπε η Ηλαίην. Πάντα χαιρόταν να δείχνει στον Θομ ότι είχε κι αυτή γνώσεις για τον κόσμο. «Στην Αμαδισία, οι άνδρες μελετούν τα βότανα».

Η Νυνάβε έσμιξε τα φρύδια περιφρονητικά. «Τι μπορεί να ξέρουν οι άνδρες από γιατρειές; Καλύτερα να ζητήσω από πεταλωτή να μου φτιάξει φόρεμα».

Η Ηλαίην ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι σκεφτόταν τα πάντα εκτός απ’ αυτά που είχε πει η κυρά Μακούρα. Το να μην σκέφτεσαι το αγκάθι δεν σημαίνει ότι το πόδι δεν πονάει. Ήταν ένα από τα αγαπημένα γνωμικά της Λίνι. «Νυνάβε, τι λες να σήμαινε το μήνυμα; Όλες οι αδελφές είναι ευπρόσδεκτες, αν επιστρέψουν στον Λευκό Πύργο; Δεν βγαίνει νόημα». Δεν ήταν αυτό που ήθελε να πει, τουλάχιστον όμως το πλησίαζε.

«Ο Πύργος έχει δικούς του κανόνες», είπε ο Θομ. «Ό,τι κάνουν οι Άες Σεντάι, το κάνουν για προσωπικούς τους λόγους και συχνά όχι για αυτούς που εξηγούν. Αν τους εξηγούν ποτέ». Οι δύο άνδρες φυσικά ήξεραν ότι η Ηλαίην και η Νυνάβε ήταν μόνο Αποδεχθείσες· γι’ αυτό δεν τις υπάκουγαν τυφλά, όπως θα μπορούσαν.

Από την έκφραση της Νυνάβε ήταν φανερό ότι πάλευε με τον εαυτό της. Δεν της άρεσε να τη διακόπτουν και δεν της άρεσε να απαντούν άλλοι γι’ αυτήν. Τα πράγματα που δεν άρεσαν στη Νυνάβε γέμιζαν ολόκληρο κατάλογο. Αλλά πριν από μόλις μια στιγμή είχε ευχαριστήσει τον Θομ· σίγουρα δεν ήταν εύκολο να μαλώσεις κάποιον, ο οποίος μόλις σε είχε σώσει, προτού σε πάνε κάπου αλλού σαν να ήσουν λάχανο. «Συνήθως ελάχιστα πράγματα σε σχέση με τον Πύργο βγάζουν νόημα», είπε ξινά. Η Ηλαίην υποψιάστηκε ότι για την ενόχληση που έδειχνε ευθυνόταν όχι μόνο ο Θομ αλλά και ο Πύργος.

«Πιστεύεις αυτά που είπε;» Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα. «Ότι η Άμερλιν είπε πως πρέπει να με πάνε πίσω με κάθε τρόπο».

Η γοργή ματιά που της έριξε η Νυνάβε έδειχνε συμπόνια. «Δεν ξέρω, Ηλαίην».

«Έλεγε την αλήθεια». Ο Τζούιλιν στριφογύρισε μια καρέκλα και κάθισε καβάλα, γέρνοντας το ραβδί του στη ράχη της. «Έχω ανακρίνει πολλούς κλέφτες και εγκληματίες και ξέρω να αναγνωρίζω την αλήθεια. Άλλοτε ο φόβος και άλλοτε ο θυμός της την εμπόδιζαν να πει ψέματα».

«Εσείς οι δυο―» Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα, πέταξε το κομμάτι του δέρματος στο τραπέζι και σταύρωσε τα χέρια, σαν να ήθελε να τα παγιδεύσει για να μην πιάνουν την πλεξούδα της. «Φοβάμαι ότι ο Τζούιλιν μάλλον έχει δίκιο, Ηλαίην».

«Μα η Άμερλιν ξέρει τι κάνουμε. Αυτή μας είχε στείλει εκτός Πύργου».

Η Νυνάβε ξεφύσηξε δυνατά. «Μπορώ να πιστέψω τα πάντα για τη Σιουάν Σάντσε. Θα ήθελα να την έχω στα χέρια μου για μια ώρα χωρίς να μπορεί να διαβιβάσει. Τότε θα βλέπαμε πόσο σκληρή είναι».

Κατά τη γνώμη της Ηλαίην, αυτό δεν θα άλλαζε τίποτα. Θυμόταν το προστακτικό βλέμμα των γαλάζιων ματιών της και είχε την υποψία ότι η Νυνάβε θα κατέληγε με μερικές ωραίες μελανιές ακόμη και στο απίθανο ενδεχόμενο να πραγματοποιούταν η ευχή της. «Όμως τι κάνουμε γι’ αυτό; Όπως φαίνεται, τα Άτζα έχουν πληροφοριοδότες παντού. Όπως και η ίδια η Άμερλιν. Μπορεί από δω ως την Ταρ Βάλον να βρίσκουμε γυναίκες που θα προσπαθούν να μας βάλουν κάτι στο φαγητό».

«Όχι, αν δεν μοιάζουμε μ’ αυτό που περιμένουν». Η Νυνάβε πήρε μια κίτρινη κανάτα από το ντουλάπι και την απίθωσε στο τραπέζι πλάι στην τσαγιέρα. «Τούτο εδώ είναι λευκό χηνοπίπερο. Διώχνει τον πονόδοντο, αλλά επίσης μπορεί να σου κάνει το μαλλί μαύρο σαν κάρβουνο». Η Ηλαίην σήκωσε το χέρι στις χρυσοκόκκινες μπούκλες της —σίγουρα προοριζόταν για τα δικά της μαλλιά, όχι για της Νυνάβε!― αλλά, παρ’ όλο που δεν της άρεσε καθόλου, ήταν καλή ιδέα. «Λίγη δουλειά με τη βελόνα στα φορέματα που είναι μπροστά στο μαγαζί, και δεν θα είμαστε πια εμπόρισσες, αλλά δύο αρχόντισσες που ταξιδεύουν με τους υπηρέτες τους».