«Σε κάρο που κουβαλάει μπογιές;» είπε ο Τζούιλιν.
Η ανέκφραστη ματιά της έλεγε πως η ευγνωμοσύνη που έτρεφε για τη σωτηρία της είχε και όρια. «Υπάρχει μια άμαξα στην αυλή των στάβλων στην άλλη μεριά της γέφυρας. Νομίζω ότι ο ιδιοκτήτης θα την πουλήσει. Αν γυρίσεις στο κάρο, προτού το κλέψει κανείς —δεν ξέρω τι σας έπιασε και το αφήσατε έτσι χάρισμα σε όποιον περάσει!― κι αν είναι ακόμα εκεί, μπορείς να πάρεις ένα πουγκί...»
Οι λιγοστοί θεατές έμειναν με τα μάτια γουρλωμένα, όταν η άμαξα του Νόυ Τόρβαλντ σταμάτησε μπροστά στο μαγαζί της Ρόντε Μακούρα· την έσερναν τέσσερα άλογα και είχε κιβώτια στερεωμένα στην οροφή και ένα σελωμένο άλογο δεμένο πίσω της. Ο Νόυ είχε χάσει τα πάντα όταν είχε διακοπεί το εμπόριο με το Τάραμπον· τώρα έβγαζε όπως-όπως τα προς το ζην, κάνοντας διάφορα θελήματα για τη χήρα Τέραν. Κανείς στο δρόμο εκεί δεν είχε ξαναδεί τον αμαξά, τον ψηλό εκείνο τύπο με το τραχύ δέρμα, τα μακριά λευκά μουστάκια και το ψυχρό, αλαζονικό βλέμμα, ούτε τον μελαψό, σκληροπρόσωπο υπηρέτη με το Ταραμπονέζικο καπέλο, που πήδηξε σβέλτα κάτω για να ανοίξει την πόρτα της άμαξας. Μετά το γούρλωμα των ματιών, ακολούθησαν μουρμουρητά, όταν δυο γυναίκες βγήκαν αγέρωχα από το μαγαζί με δέματα στα χέρια· η μια φορούσε πράσινη μεταξωτή εσθήτα, η άλλη ένα απλό γαλάζιο μάλλινο φόρεμα, όμως και οι δύο είχαν το κεφάλι τυλιγμένο με μαντήλα, έτσι που δεν φαινόταν ούτε τρίχα από τα μαλλιά τους. Μπήκαν βιαστικά στην άμαξα και μόνο που δεν πήδηξαν.
Δυο Τέκνα έκαναν να πλησιάσουν για να ρωτήσουν ποιοι ήταν αυτοί οι ξένοι, αλλά, ενώ ο υπηρέτης ακόμα δεν είχε καλά-καλά ανέβει στο κάθισμα του οδηγού, ο αμαξάς τίναξε το μακρύ μαστίγιό του και κάτι φώναξε για να ανοίξουν δρόμο σε μια αρχόντισσα. Το όνομά της δεν ακούστηκε καλά, καθώς τα Τέκνα πετάγονταν δεξιά-αριστερά για να κάνουν χώρο κι έπεφταν στο σκονισμένο δρόμο, και η άμαξα ανέπτυξε ταχύτητα μέσα στον ορυμαγδό, κατευθυνόμενη προς το Δρόμο του Άμαντορ.
Οι θεατές απομακρύνθηκαν, μιλώντας μεταξύ τους· προφανώς επρόκειτο για κάποια μυστηριώδη αρχόντισσα με την υπηρέτριά της, η οποία είχε ψωνίσει από τη Ρόντε Μακούρα και το έσκαγε από τα Τέκνα. Τον τελευταίο καιρό τίποτα το ιδιαίτερο δεν συνέβαινε στο Μαρντέσιν και θα περνούσαν μέρες συζητώντας γι’ αυτό. Τα Τέκνα του Φωτός ξεσκονίστηκαν με μανία, αλλά στο τέλος αποφάσισαν ότι θα γελοιοποιούνταν αν ανέφεραν το περιστατικό. Πέραν τούτου, ο Ταξίαρχός τους δεν συμπαθούσε τους αριστοκράτες· μάλλον θα τους έστελνε να φέρουν πίσω την άμαξα, και θα αναγκάζονταν να κάνουν τόσο δρόμο μέσα στη ζέστη δίχως άλλο λόγο παρά για το θρασύ βλαστάρι κάποιου Οίκου. Αν στο τέλος δεν αποδίδονταν επίσημες κατηγορίες —κάτι δύσκολο μ’ αυτούς τους αριστοκράτες― τότε το φταίξιμο δεν θα έπεφτε στον Ταξίαρχό τους, αλλά στους ίδιους. Ευχήθηκαν να μην διαδιδόταν η είδηση της ταπείνωσης τους κι ούτε που τους πέρασε από το μυαλό να ανακρίνουν τη Ρόντε Μακούρα.
Λίγο αργότερα, ο Θέριν Λουγκάυ έφερε την άμαξά του στην πίσω αυλή του μαγαζιού, με τις προμήθειες για το μακρύ ταξίδι τοποθετημένες προσεκτικά κάτω από το στρογγυλό μουσαμαδένιο κάλυμμα. Η Ρόντε Μακούρα πραγματικά τον είχε γιατρέψει από έναν πυρετό που είχε θερίσει είκοσι τρεις άλλους τον περασμένο χειμώνα, αλλά εκείνο που τον έκανε να χαίρεται για το ταξίδι του μέχρι το μέρος που έμεναν οι μάγισσες, ήταν η γκρινιάρα γυναίκα του και η δύστροπη πεθερά του. Η Ρόντε είχε πει ότι θα τον συναντούσε κάποιος, αν και δεν είχε πει ποιος, αλλά αυτός έλπιζε ότι θα έφτανε ως την Ταρ Βάλον.
Έξι φορές χτύπησε την πόρτα της κουζίνας προτού μπει μέσα, και δεν βρήκε κανέναν, παρά μόνο αφού ανέβηκε τα σκαλιά. Στην πίσω κρεβατοκάμαρα, η Ρόντε και η Λούσι ήταν ξαπλωμένες στα κρεβάτια και κοιμούνταν του καλού καιρού φορώντας τα ρούχα τους κανονικά, παρ’ όλο που ήταν τσαλακωμένα, ενώ ο ήλιος ήταν ακόμα στον ουρανό. Τις τράνταξε, αλλά δεν ξύπνησε καμιά τους. Δεν κατάλαβε γιατί συνέβαινε αυτό, ούτε γιατί μια κουβέρτα βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα και κομμένη σε λωρίδες με κόμπους, ούτε γιατί υπήρχαν δύο άδειες τσαγιέρες στο δωμάτιο αλλά μόνο ένα φλιτζάνι, ούτε γιατί υπήρχε ένα χωνί στο μαξιλάρι της Ρόντε. Ανέκαθεν όμως ήξερε ότι ο κόσμος ήταν γεμάτος πράγματα που δεν τα καταλάβαινε. Γύρισε στην άμαξά του, σκέφτηκε τα εφόδια που είχε αγοράσει με τα χρήματα της Ρόντε, σκέφτηκε τη γυναίκα του και τη μητέρα της, και, όταν ξεκίνησε, ο σκοπός του ήταν να δει με τι έμοιαζε η Αλτάρα ή ίσως το Μουράντυ.