«Από το Μπάερλον», μουρμούρισε και ύστερα, πολύ αργά, δάγκωσε τη γλώσσα της. Μπορεί κάποια να ήξερε ότι η Μιν ήταν από το Μπάερλον.
«Δεν άκουσα να έρχονται για κάποιο λόγο πρόσφυγες από τα δυτικά», είπε ερωτηματικά. Όταν αυτή διατήρησε τη σιωπή της, ο Μπράυν δεν την πίεσε. «Όταν δουλέψετε και ξεπληρώσετε το χρέος σας, θα είστε ευπρόσδεκτες, αν θέλετε να παραμείνετε στην υπηρεσία μου. Η ζωή είναι δύσκολη για όσους έχουν χάσει τα σπίτια τους κι ακόμα και το ξυλοκρέβατο της υπηρέτριας είναι προτιμότερο από το να κοιμάται κανείς κάτω από τους θάμνους».
«Σ’ ευχαριστώ, Άρχοντά μου», είπε με φωνή σαν χάδι η Ληάνε, με τόσο κομψή γονυκλισία, που ακόμα και μέσα στο τραχύ φόρεμα ιππασίας της έμοιαζε με βήμα χορού. Η Μιν επανέλαβε τα λόγια της με μουδιασμένη φωνή, αλλά δεν εμπιστευόταν τα πόδια της για να κλίνει το γόνυ. Η Σιουάν απλώς έμεινε να στέκεται εκεί, ατενίζοντάς τον, και δεν είπε απολύτως τίποτα.
«Κρίμα που ο σύντροφός σας πήρε τα άλογά σας. Τέσσερα άλογα θα μείωναν αρκετά το χρέος σας».
«Ήταν ξένος, περιπλανώμενος», του είπε η Ληάνε, με φωνή κατάλληλη για πιο οικείες στιγμές. «Εγώ πάντως χαίρομαι και με το παραπάνω που θ’ ανταλλάξω τη δική του προστασία με τη δική σου, Άρχοντά μου».
Ο Μπράυν την κοίταξε —σαν να του άρεσε αυτό που έβλεπε, σκέφτηκε η Μιν― όμως είπε μόνο, «Τουλάχιστον στο μέγαρο δεν θα ανησυχείτε για τους Νεμ».
Δεν υπήρξε απάντηση σ’ αυτό. Κατά τη γνώμη της Μιν, ίδιο πράγμα θα ήταν είτε έτριβε πατώματα στο μέγαρο του Μπράυν, είτε έτριβε πατώματα στην αγροικία των Νεμ. Πώς να ξεφύγω απ’ αυτό; Φως μου, πως;
Η σιωπή τράβηξε κι άλλο, και μόνο ακουγόταν τα δάχτυλα του Μπράυν να ταμπουρλίζουν το τραπέζι. Εκ πρώτης όψεως έμοιαζε να μην ξέρει τι να πει, όμως η Μιν δεν πίστευε ότι ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν ποτέ σε αμηχανία. Πιθανότερο ήταν να νιώθει ενοχλημένος που μονάχα η Ληάνε έδειχνε ευγνωμοσύνη· από τη σκοπιά του, η ποινή τους θα μπορούσε να ήταν πολύ πιο βαριά. Ίσως οι φλογερές ματιές και η χαϊδευτική φωνή της Ληάνε να τον είχαν επηρεάσει κάπως, όμως η Μιν ευχήθηκε να μην είχε αλλάξει μ’ αυτόν τον τρόπο η Ληάνε. Θα ήταν προτιμότερο να τις είχαν κρεμάσει στην πλατεία του χωριού από τους καρπούς παρά αυτό που είχε γίνει.
Στο τέλος η Κάραλιν επέστρεψε, μονολογώντας μουρμουριστά. Φαινόταν εκνευρισμένη, καθώς έλεγε στον Μπράυν τα καθέκαστα. «Θα κάνουμε μέρες για να πάρουμε καθαρή απάντηση από τους Νεμ, Άρχοντα Γκάρεθ. Αν τον άφηνα, ο Άντμερ θα ζητούσε πέντε καινούριους αχυρώνες και πενήντα αγελάδες. Τουλάχιστον, νομίζω ότι το πουγκί ήταν πραγματικό, αν με ρωτάς όμως τι είχε μέσα...» Κούνησε το κεφάλι και αναστέναξε. «Τελικά θα το μάθω κι αυτό. Ο Τζόνι είναι έτοιμος να πάει τις κοπέλες στο μέγαρο, αν έχετε τελειώσει».
«Πάρ’ τις, Κάραλιν», είπε ο Μπράυν, καθώς σηκωνόταν. «Μόλις τις στείλεις, έλα να με βρεις στο πλινθοποιείο». Και πάλι φαινόταν κουρασμένος. «Ο Ταντ Χάρεν λέει ότι χρειάζεται κι άλλο νερό για να κάνει τούβλα, αλλά το Φως μόνο ξέρει πού θα του βρω». Βγήκε από την κοινή αίθουσα, σαν να είχε ξεχάσει τις τρεις γυναίκες που μόλις είχαν ορκιστεί να τον υπηρετούν.
Ο Τζόνι αποδείχθηκε ότι ήταν ο πλατύσωμος, σχεδόν φαλακρός άνδρας που είχε έρθει να τις πάρει από την παράγκα, ο οποίος τώρα περίμενε μπροστά στο πανδοχείο πλάι σε μια άμαξα με ψηλούς τροχούς· η καρότσα της ήταν κλεισμένη με στρογγυλό κάλυμμα από μουσαμά και είχε ένα λεπτό καφέ άλογο ανάμεσα στους ρυμούς. Μερικοί χωρικοί στέκονταν τριγύρω για να τις δουν να φεύγουν, όμως οι περισσότεροι έμοιαζαν να έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους για να γλιτώσουν τη ζέστη. Ο Γκάρεθ Μπράυν είχε ήδη απομακρυνθεί στον χωματόδρομο.
«Ο Τζόνι θα σας πάει σώες και αβλαβείς στο μέγαρο», είπε η Κάραλιν. «Κάνετε ό,τι σας λένε, και θα δείτε ότι η ζωή σας δεν θα είναι άσχημη». Για μια στιγμή, στάθηκε και τις κοίταξε εξεταστικά, με μαύρα μάτια διαπεραστικά σαν της Σιουάν· ύστερα ένευσε μόνη της, σαν είχε βεβαιωθεί για κάτι, κι έσπευσε στο κατόπι του Μπράυν.
Ο Τζόνι παραμέρισε τα μουσαμαδένια φύλλα στο πίσω μέρος της καρότσας, για να περάσουν, αλλά δεν τις βοήθησε να ανέβουν και να βρουν μέρος να καθίσουν. Δεν υπήρχε ούτε μια αγκαλιά άχυρο να καθίσουν στα μαλακά, και το βαρύ σκέπασμα κρατούσε μέσα τη ζέστη. Ο Τζόνι δεν άνοιξε το στόμα του. Η άμαξα ταρακουνήθηκε όταν ανέβηκε στη θέση του οδηγού, όπου τον έκρυβε ο μουσαμάς. Η Μιν τον άκουσε να πλαταγίζει τη γλώσσα προς το άλογο και η άμαξα ξεκίνησε μ’ ένα τράνταγμα, με τις ρόδες να τρίζουν λιγάκι και να τινάζονται όταν έβρισκαν λακκούβες.