Υπήρχε μια μικρή χαραμάδα στο κάλυμμα και η Μιν μπόρεσε να δει το χωριό να μικραίνει πίσω τους και να χάνεται, δίνοντας τη θέση του σε μακριά αλσύλλια και περιφραγμένα χωράφια. Ήταν αποσβολωμένη, δεν μπορούσε να μιλήσει. Ο λαμπρός αγώνας που είχε αναλάβει η Σιουάν τώρα θα κατέληγε να γίνει λάντζα και σφουγγάρισμα. Κακώς η Μιν την είχε βοηθήσει, κακώς είχε μείνει στο πλευρό της. Έπρεπε να έχει φύγει για το Δάκρυ με την πρώτη ευκαιρία.
“Ε λοιπόν”, είπε ξαφνικά η Ληάνε, “δεν τα πήγα άσχημα”. Μιλούσε πάλι με τη γνωστή, ζωηρή φωνή της, όμως υπήρχε μια νότα έξαψης —έξαψης!― κι επίσης τα μάγουλά της είχαν αναψοκοκκινίσει. «Θα μπορούσα και καλύτερα, αλλά αυτό θα γίνει με την εξάσκηση». Αφησε ένα χαμηλόφωνο γέλιο, σχεδόν κοριτσίστικο χαχάνισμα. «Δεν είχα καταλάβει πόσο διασκεδαστικό είναι. Όταν ένιωσα το αίμα του να τρέχει πιο γρήγορα...» Για μια στιγμή, άπλωσε το χέρι της όπως είχε κάνει για να αγγίξει τον καρπό του Μπράυν. «Νομίζω ότι ποτέ δεν ένιωσα τόσο ζωντανή, τόσο ξυπνητή. Η θεία Ρεσάρα έλεγε ότι είναι πιο ευχάριστο να εκπαιδεύεις άνδρες παρά γεράκια, όμως μόνο σήμερα το κατάλαβα πραγματικά».
Η Μιν κρατήθηκε για να μην την κουνά πέρα-δώθε η άμαξα και την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια. «Τρελάθηκες», είπε τελικά. «Πόσα χρόνια σπαταλήσαμε μ’ αυτόν τον όρκο; Δύο; Πέντε; Ελπίζεις ότι όλο αυτό τον καιρό ο Γκάρεθ Μπράυν θα σε έχει στα γόνατά του! Μακάρι να σου ρίξει μερικές γερές ξυλιές εκεί που θα σε έχε! Κάθε μέρα!» Η έκπληκτη έκφραση της Ληάνε δεν βοήθησε να ηρεμήσουν τα νεύρα της. Τι περίμενε, ότι επειδή η Μιν το είχε δεχθεί ήρεμα, επειδή έτσι έδειχνε; Όμως ο θυμός της Μιν δεν ήταν για τη Ληάνε. Γύρισε επιτόπου για να αγριοκοιτάξει τη Σιουάν. «Τι να πω για σένα! Όταν αποφασίζεις να παραδοθείς, τα δίνεις όλα! Υποτάχθηκες σαν αρνάκι που το πάνε για σφάξιμο. Γιατί διάλεξες να πεις αυτόν τον όρκο; Φως μου, γιατί;»
«Διότι», απάντησε η Σιουάν, «είμαι σίγουρη πως μόνο μ’ αυτόν τον όρκο δεν θα έβαζαν ανθρώπους να μας παρακολουθούν μέρα-νύχτα, είτε θα ήμασταν στο μέγαρο είτε αλλού». Μισογερμένη όπως απλωνόταν στις σκληρές σανίδες της καρότσας, το είπε σαν να ήταν ό,τι πιο προφανές στον κόσμο. Και η Ληάνε έμοιαζε να συμφωνεί μαζί της.
«Σκοπεύεις να πατήσεις τον όρκο σου», είπε η Μιν μια στιγμή αργότερα. Το είπε μ’ ένα σοκαρισμένο ψίθυρο, αλλά καλού-κακού κοίταξε ανήσυχα τις μουσαμαδένιες κουρτίνες που έκρυβαν τον Τζόνι. Μάλλον δεν την είχε ακούσει.
«Σκοπεύω να κάνω αυτό που πρέπει», είπε με σταθερό τόνο η Σιουάν, εξίσου χαμηλόφωνα. «Σε δυο-τρεις μέρες, όταν βεβαιωθώ ότι δεν δίνουν ιδιαίτερη προσοχή σε μας, θα φύγουμε. Φοβάμαι πως θα πρέπει να πάρουμε άλογα, αφού τα δικά μας χάθηκαν. Ο Μπράυν σίγουρα θα ’χει καλούς στάβλους. Θα λυπηθώ γι’ αυτό». Και η Ληάνε απλώς καθόταν εκεί σαν γάτα με κρέμα στα μουστάκια της. Πρέπει να το είχε συνειδητοποιήσει από την αρχή ακόμα· να γιατί δεν είχε διστάσει να ορκιστεί.
«Θα λυπηθείς για την κλοπή των αλόγων;» είπε βραχνά η Μιν. «Σκοπεύεις να παραβιάσεις έναν όρκο, που μόνο ένας Σκοτεινόφιλος θα πατούσε, και λυπάσαι που θα κλέψεις άλογο; Δεν σας πιστεύω. Δεν σας ξέρω».
«Στ’ αλήθεια θέλεις να κάτσεις και να πλένεις κατσαρόλες», τη ρώτησε η Ληάνε, με φωνή εξίσου χαμηλή, «ενώ ο Ραντ είναι κάπου εκεί πέρα με την καρδιά σου στην τσέπη του;»
Η Μιν την αγριοκοίταξε βουβά. Ευχόταν να μην ήξεραν εκείνες οι δύο ότι ήταν ερωτευμένη με τον Ραντ αλ’Θόρ. Μερικές φορές ευχόταν να μην το ήξερε ούτε η ίδια. Ένας άνδρας που μετά βίας αντιλαμβανόταν την ύπαρξή της, ένας άνδρας σαν αυτόν. Το σημαντικό δεν ήταν πια το τι ήταν ο Ραντ, αλλά το ότι ποτέ δεν της είχε ρίξει δεύτερη ματιά· όμως στην πραγματικότητα όλα αυτά συνδέονταν. Η Μιν ήθελε να πει ότι θα τηρούσε τον όρκο της, ότι θα ξεχνούσε τον Ραντ όσο καιρό χρειαζόταν για να ξεπληρώσει το χρέος της. Αλλά δεν μπορούσε να ανοίξει το στόμα της. Που να καεί! Αν δεν τον είχα γνωρίσει, δεν θα είχα μπλέξει έτσι!
Η σιωπή τράβηξε τόσο που άρχισε να δίνει στα νεύρα της Μιν, ενώ την διέκοπτε μόνο το ρυθμικό τρίξιμο από τις ρόδες και οι μουντοί κρότοι από τις οπλές των αλόγων, και μετά η Σιουάν μίλησε. «Σκοπεύω να κάνω αυτό που ορκίστηκα να κάνω. Αφού πρώτα τελειώσω αυτό που πρέπει να κάνω. Δεν ορκίστηκα να τον υπηρετήσω αμέσως· πρόσεξα να μην το υπαινιχθώ καν, μιλώντας κυριολεκτικά. Ξέρω ότι είναι σχολαστικισμός, και μπορεί να μην αρέσει στον Γκάρεθ, μα είναι αλήθεια».