Выбрать главу

Η Μιν ένιωσε να της λύνονται τα μέλη από έκπληξη και άφησε το σώμα της να τραντάζεται με τις αργές κινήσεις της άμαξας. «Λέτε να το σκάσετε και ύστερα να ξαναρθείτε σε μερικά χρόνια και να παραδοθείτε στον Μπράυν; Ο άνθρωπος θα σας γδάρει το τομάρι. Θα μας γδάρει το τομάρι». Μόνο όταν το είπε, τότε συνειδητοποίησε ότι είχε αποδεχθεί τη λύση της Σιουάν. Θα το έσκαγαν και μετά θα ξανάρχονταν και... Δεν μπορώ! Αγαπώ τον Ραντ. Και δεν θα το καταλάβει, αν ο Γκάρεθ Μπράυν με βάλει να δουλεύω όλη μου τη ζωή στην κουζίνα του!

«Συμφωνώ ότι είναι άνθρωπος που προτιμάς να μην τα βάλεις μαζί του», είπε η Σιουάν αναστενάζοντας. «Τον έχω ξανασυναντήσει άλλη μια φορά. Είχα τρομάξει σήμερα μήπως αναγνωρίσει τη φωνή μου. Τα πρόσωπα μπορεί να αλλάζουν, οι φωνές όμως όχι». Αγγιξε το ίδιο της το πρόσωπο με απορία, όπως έκανε μερικές φορές, χωρίς συναίσθηση της κίνησής της. «Τα πρόσωπα αλλάζουν», μουρμούρισε. Κι έπειτα συνέχισε με σταθερό τόνο. «Έχω ήδη πληρώσει βαρύ αντίτιμο για όσα έπρεπε να κάνω και θα το πληρώσω κι αυτό. Κάποια στιγμή. Αν έχεις να διαλέξεις ανάμεσα στο να πνιγείς ή να καβαλήσεις λιονταρόψαρο, τότε το καβαλάς κι εύχεσαι να πάνε όλα καλά. Αυτό είναι όλο, Σερένλα».

«Το να γίνω υπηρέτρια είναι πολύ διαφορετικό από το μέλλον που θα διάλεγα», είπε η Ληάνε, «μα είναι το μέλλον, και ποιος άραγε ξέρει τι θα συμβεί ως τότε; Θυμάμαι πολύ καλά τότε που νόμιζα ότι δεν έχω μέλλον». Ένα χαμογελάκι φάνηκε στα χείλη της, τα μάτια της μισόκλεισαν ονειροπόλα και η φωνή της έγινε βελούδινη. «Εκτός αυτού, δεν νομίζω ότι θα μας γδάρει το τομάρι. Δώσε μου μερικά χρόνια καιρό να εξασκηθώ, ύστερα μερικά λεπτά με τον Άρχοντα Γκάρεθ Μπράυν, και να δεις που θα μας χαιρετήσει με ανοιχτή αγκαλιά και θα μας βάλει στα καλύτερα δωμάτιά του. Θα μας πνίξει στα μετάξια και θα μας προσφέρει την άμαξά του να πάμε όπου θέλουμε».

Η Μιν την άφησε βυθισμένη στη φαντασίωση της. Μερικές φορές, της φαινόταν ότι οι δύο γυναίκες ζούσαν σε κόσμους ονείρων. Κάτι άλλο της πέρασε από το νου. Κάτι ασήμαντο, αλλά την ενοχλούσε. «Ε, Μάρα, για πες μου κάτι. Πρόσεξα ότι κάποιοι χαμογελούν, όταν με λες με το όνομά μου. Σερένλα. Ο Μπράυν χαμογέλασε και κάτι είπε, ότι το είχε προαίσθημα η μητέρα μου. Γιατί;»

«Στην Παλιά Γλώσσα», απάντησε η Σιουάν, «σημαίνει “πεισματάρα κόρη”. Είχες μεγάλο πείσμα όταν πρωτογνωριστήκαμε. Πελώριο». Αυτό το έλεγε η Σιουάν! Η πιο πεισματάρα γυναίκα σ’ ολόκληρο τον κόσμο! Το πρόσωπό της έλαμπε με ένα πλατύ χαμόγελο. «Φυσικά, δείχνεις να το ξεπερνάς. Στο επόμενο χωριό, μπορείς να χρησιμοποιήσεις το όνομα “Τσαλίντα”. Σημαίνει “γλυκιά κοπέλα”. Ή ίσως―»

Ξαφνικά, η άμαξα σείστηκε πιο δυνατά από το συνηθισμένο και ύστερα ανέπτυξε ταχύτητα, σαν να είχε αρχίσει να καλπάζει το άλογο. Οι τρεις γυναίκες, καθώς τινάζονταν πέρα-δώθε σαν σιτάρι στο κόσκινο, κοιτάχτηκαν ξαφνιασμένες. Ύστερα η Σιουάν ορθώθηκε και τράβηξε το μουσαμά που έκρυβε τη θέση του οδηγού. Ο Τζόνι είχε εξαφανιστεί. Η Σιουάν όρμηξε στην ξύλινη θέση, άρπαξε τα χαλινάρια και τα τράβηξε, σταματώντας το άλογο. Η Μιν άνοιξε το πίσω κάλυμμα, ψάχνοντας.

Ο δρόμος εδώ περνούσε από ένα σύδεντρο, ή ένα δασάκι για την ακρίβεια, από βαλανιδιές και λεύκες, πεύκα και χαμαιδάφνες. Η σκόνη που είχε σηκώσει το κάρο στο βιαστικό ξέσπασμά του ακόμα κατακάθιζε, ένα μέρος της στον Τζόνι, εκεί που κειτόταν φαρδύς-πλατύς στο πλάι του σκληρού χωματόδρομου, καμιά εξηνταριά βήματα παραπίσω.

Η Μιν ενστικτωδώς πήδηξε από την άμαξα και έτρεξε να γονατίσει πλάι στον γεροδεμένο οδηγό τους. Αυτός ανάσαινε ακόμα, όμως τα μάτια του ήταν κλειστά και μια ματωμένη χαρακιά στο πλάι του κεφαλιού του είχε αρχίσει να πρήζεται παίρνοντας μπλαβί χρώμα.

Η Ληάνε την έσπρωξε κατά μέρος και ψηλάφισε το κεφάλι του Τζόνι με σίγουρα δάχτυλα. «Θα ζήσει», είπε κοφτά. «Δεν φαίνεται να έσπασε τίποτα, όμως, όταν ξυπνήσει, ο πονοκέφαλος θα κρατήσει μέρες». Κάθισε στα γόνατό της, σταύρωσε τα χέρια, και μίλησε λυπημένα. «Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτόν. Που να καώ, υποσχέθηκα ότι δεν θα ξανακλάψω γι’ αυτό».

«Το θέμα είναι―» Η Μιν ξεροκατάπιε και ξανάρχισε. «Το θέμα είναι, να τον φορτώσουμε στην καρότσα και να τον πάμε στο μέγαρο ή ― να φύγουμε;» Φως μου, είμαι χειρότερη από τη Σιουάν!

Η Σιουάν τις πλησίασε, οδηγώντας την άμαξα με ύφος σαν να φοβόταν μήπως τη δάγκωνε το νωθρό ζώο. Με μια ματιά που έριξε στον πεσμένο άνδρα, έσμιξε τα φρύδια. «Αυτό δεν το έπαθε πέφτοντας από την άμαξα. Δεν βλέπω ρίζα ή πέτρα που μπορεί να το προκάλεσε». Κοίταξε εξεταστικά το δασάκι ολόγυρά τους κι ένας καβαλάρης βγήκε από τα δένδρα πάνω σ’ έναν ψηλό μαύρο επιβήτορα, οδηγώντας τρεις φοράδες, τη μια πολύ μαλλιαρή, που ήταν δύο πιθαμές κοντύτερη από τις άλλες.