Выбрать главу

Ήταν ψηλός με γαλάζιο μεταξωτό σακάκι, είχε σπαθί στο πλευρό του, τα μαλλιά του κατσάρωναν, φτάνοντας ως τους πλατιούς ώμους του, και ήταν μελαχρινός και όμορφος παρά τη σκληρή όψη, σαν να τον είχαν χαράξει βαθιά οι ταλαιπωρίες της ζωής. Κι ήταν ο τελευταίος άνδρας που περίμενε να δει ο Μιν.

«Εσύ το έκανες αυτό;» τον ρώτησε απαιτητικά η Σιουάν.

Ο Λογκαίν χαμογέλασε, καθώς τραβούσε τα χαλινάρια πλάι στην άμαξα, αν και το χαμόγελο δεν έμοιαζε χαρωπό. «Χρήσιμο πράγμα η σφεντόνα, Μάρα. Είσαι τυχερή που είμαι εδώ. Περίμενα ότι θα μείνεις ώρες ακόμα στο χωριό, ότι με δυσκολία θα στεκόσουν στα πόδια σου όταν θα έφευγες στο τέλος. Ο ντόπιος άρχοντας έδειξε ανεκτικότητα, βλέπω». Ξαφνικά το πρόσωπό του συννέφιασε κι άλλο και η φωνή του ήχησε τραχιά σαν βράχος. «Νόμιζες ότι θα σε παρατούσα στη μοίρα σου; Ίσως αυτό έπρεπε να κάνω. Μου έδωσες μια υπόσχεση, Μάρα. Θέλω την εκδίκηση που μου υποσχέθηκες. Σ’ ακολούθησα τόσο δρόμο ως τώρα προς τη Θάλασσα των Καταιγίδων σ’ αυτή την έρευνα, αν και δεν μου λες το λόγο. Δεν σε ρώτησα ποτέ πώς σχεδιάζεις να μου δώσεις αυτό που μου υποσχέθηκες. Αλλά ένα πράγμα έχω να σου πω τώρα. Δεν έχεις πολύ χρόνο ακόμα. Ή θα τελειώσει σύντομα η έρευνά σου και θα κάνεις πράξη αυτό που μου υποσχέθηκες ή θα σε αφήσω να ψάχνεις μόνη σου. Δεν θα αργήσεις να ανακαλύψεις ότι τα περισσότερα χωριά δεν δείχνουν συμπόνια σε άφραγκους ξένους. Τρεις όμορφες γυναίκες μόνες τους; Η όψη αυτού εδώ», είπε, αγγίζοντας το σπαθί στο πλάι του, «έχει φροντίσει για την ασφάλειά σου περισσότερες φορές απ’ όσες μπορείς να καταλάβεις. Βρες σύντομα αυτό που αναζητάς, Μάρα».

Δεν ήταν τόσο αυθάδης στην αρχή του ταξιδιού τους. Τότε τις ευγνωμονούσε ταπεινά για τη βοήθεια που του πρόσφεραν αυτές ― όσο ταπεινά εν πάση περιπτώσει μπορούσε να φερθεί ένας άνθρωπος σαν τον Λογκαίν. Όπως έδειχνε, ο χρόνος, και το ότι δεν φαινόταν αποτελέσματα, είχαν εξασθενήσει αυτή την ευγνωμοσύνη.

Η Σιουάν δεν φοβήθηκε να ανταμώσει το βλέμμα του. «Αυτό ελπίζω», είπε με σταθερή φωνή. «Αλλά, αν θες να φύγεις, άσε τα άλογά μας και φύγε! Αν δεν τραβάς κουπί, βγες από τη βάρκα και κολύμπα μόνος σου! Δες πού θα φτάσεις μονάχα με τη δίψα για εκδίκηση».

Οι χερούκλες του Λογκαίν σφίχτηκαν στα χαλινάρια και η Μιν άκουσε τις αρθρώσεις του να σπάνε. Το σώμα του έδειξε να ανατριχιάζει, ενώ μέσα του κρατούσε αλυσοδεμένα τα συναισθήματά του. «Θα μείνω λίγο ακόμα, Μάρα», είπε τελικά. «Λιγάκι ακόμα».

Για μια στιγμή, στο βλέμμα της Μιν, φάνηκε ένα φωτοστέφανο να φλέγεται γύρω από το κεφάλι του, ένα ακτινοβόλο στέμμα από χρυσό και γαλάζιο. Η Σιουάν και η Ληάνε δεν είδαν τίποτα, φυσικά, αν και ήξεραν τι μπορούσε να κάνει η Μιν. Μερικές φορές έβλεπε πράγματα για τους ανθρώπους ― θεάσεις, έτσι τα έλεγε· εικόνες ή αύρες. Μερικές φορές ήξερε τι σημαίνουν. Αυτή εδώ θα παντρευόταν. Εκείνος εκεί θα πέθαινε. Μικροπράγματα ή σπουδαία γεγονότα, χαρμόσυνα ή θλιβερά, δεν υπήρχε λόγος κι αιτία για το ποιος ή το πού ή το πότε. Οι Άες Σεντάι και οι Πρόμαχοι πάντα είχαν αύρες· οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είχαν ποτέ. Δεν ήταν πάντα ευχάριστο να ξέρεις.

Είχε ξαναδεί το φωτοστέφανο του Λογκαίν και ήξερε τι σήμαινε. Μελλόταν δόξα. Αλλά γι’ αυτόν, σίγουρα περισσότερο από κάθε άλλον, αυτό δεν έβγαζε κανένα νόημα. Το άλογο και το σπαθί και το σακάκι του τα είχε κερδίσει στα ζάρια, αν και η Μιν δεν ήξερε να πει αν ήταν τίμια τα παιχνίδια. Ο Λογκαίν δεν είχε τίποτα άλλο, και καμία προοπτική αν εξαιρούσες τις υποσχέσεις της Σιουάν, και πώς άραγε θα κατάφερνε η Σιουάν να τις τηρήσει; Το ίδιο το όνομά του ήταν σχεδόν θανατική καταδίκη. Δεν έβγαινε νόημα.

Η καλή διάθεση του Λογκαίν εμφανίστηκε απότομα όπως είχε χαθεί. Έβγαλε ένα χοντρό, άτεχνα υφασμένα πουγκί από τη ζώνη του και το κούνησε μπροστά τους. «Έβγαλα μερικά νομίσματα. Για λίγο, δεν θα χρειάζεται να κοιμόμαστε σε στάβλους».

«Το μάθαμε», είπε ξερά η Σιουάν. «Δεν έπρεπε να περιμένω κάτι καλύτερο από σένα».

«Θεώρησέ το συμβολή στην έρευνά σου». Η Σιουάν άπλωσε το χέρι, όμως αυτός ξανάδεσε το πουγκί στη ζώνη του με ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο. «Δεν θα ήθελα να σου λερώσω το χέρι με κλεμμένα νομίσματα, Μάρα. Επίσης, μ’ αυτόν τον τρόπο θα είμαι σίγουρος ότι εσείς δεν το σκάσετε να με παρατήσετε». Η Σιουάν έμοιαζε να βράζει από το θυμό της, αλλά δεν είπε τίποτα. Ο Λογκαίν, πατώντας στους αναβολείς, στάθηκε και κοίταξε το δρόμο προς το Κορ Σπρινγκς. «Βλέπω ένα κοπάδι πρόβατα να έρχονται προς τα δω, και δυο αγοράκια. Ώρα να φεύγουμε. Θα πάνε τρεχάλα να πουν τα νέα». Ξανακάθισε και κοίταξε τον Τζόνι, που κειτόταν ακόμα αναίσθητος. «Και θα φέρουν βοήθεια για το φιλαράκι. Νομίζω δεν τον χτύπησα τόσο δυνατά που να του κάνω ζημιά».