Η Μιν κούνησε το κεφάλι· ο άνδρας αυτός συνεχώς την εξέπληττε. Δεν περίμενε ότι ο Λογκαίν θα νοιαζόταν για κάποιον, του οποίου είχε μόλις του σπάσει το κεφάλι Η Σιουάν και η Ληάνε δεν έχασαν χρόνο και ανέβηκαν αμέσως στις σέλες με τα ψηλά μπροστάρια, η Ληάνε στη γκρίζα φοράδα που ονόμαζε Μουνφλάουερ, και η Σιουάν στην Μπέλα, την κοντή, δασύτριχη φοράδα. Για τη Σιουάν, ήταν κόπος. Δεν ήταν άνθρωπος που τα πήγαινε καλά με τα άλογα· μετά από βδομάδες στη σέλα, ακόμα είχε την τάση να αντιμετωπίζει τη γαλήνια Μπέλα σαν να ήταν πολεμικό άτι με πυρωμένο βλέμμα. Η Ληάνε κουμαντάριζε τη Μουνφλάουερ με άνεση και ευκολία. Η Μιν ήξερε ότι η ίδια ήταν κάπου ανάμεσα στις δυο τους· καβάλησε τον Γουάιλντροουζ, τον Κοκκινοτρίχη της, με μεγαλύτερη χάρη απ’ όσο η Σιουάν, μικρότερη απ’ όσο η Ληάνε.
«Λες να ψάξει να μας βρει;» ρώτησε η Μιν, καθώς ξεκινούσαν προς το νότο καλπάζοντας κι αφήνοντας πίσω το Κορ Σπρινγκς. Η ερώτηση απευθυνόταν προς τη Σιουάν, όμως της απάντησε ο Λογκαίν.
«Ο τοπικός άρχοντας; Αμφιβάλλω για το αν σας θεωρεί τόσο σημαντικές. Φυσικά, μπορεί να στείλει έναν άνθρωπό του και σίγουρα θα διαδώσει την περιγραφή σας. Θα πάμε όσο μπορούμε πιο μακριά πριν σταματήσουμε, και θα συνεχίσουμε το ίδιο αύριο». Φαινόταν να έχει αναλάβει την αρχηγία.
«Δεν είμαστε τόσο σημαντικές», είπε η Σιουάν, ενώ αναπηδούσε αδέξια στη σέλα της. Μπορεί να έβλεπε την Μπέλα με μισό μάτι, αλλά το βλέμμα που έριξε στην πλάτη του Λογκαίν έλεγε ότι η υπόσκαψη της εξουσίας της δεν θα κρατούσε πολύ.
Προσωπικά, η Μιν έλπιζε να τις θεωρούσε ο Μπράυν ασήμαντες. Μάλλον έτσι τις θεωρούσε. Αρκεί να μην μάθαινε ποτέ τα πραγματικά ονόματά τους. Ο Λογκαίν τάχυνε το βήμα του επιβήτορά του και η Μιν χτύπησε τον Γουάιλντροουζ με τις φτέρνες, για να τον προφτάσει, στρέφοντας τις σκέψεις της προς τα μπρος, όχι προς τα πίσω.
Ο Γκάρεθ Μπράυν έχωσε τα δερμάτινα γάντια του στο ζωστήρα του σπαθιού του και πήρε από το γραφείο το βελούδινο καπέλο με το γυριστεί γείσο. Το καπέλο ήταν της τελευταίας μόδας από το Κάεμλυν. Είχε φροντίσει γι’ αυτό η Κάραλιν· αυτός δεν νοιαζόταν για τη μόδα, αλλά εκείνη πίστευε ότι έπρεπε να ντύνεται ανάλογα με τη θέση του και το πρωί τον έβγαζε να φορέσει μετάξια και βελούδα.
Καθώς έβαζε το ψηλό καπέλο στο κεφάλι του, έπιασε τη σκοτεινή αντανάκλαση του σε ένα παράθυρο του σπουδαστηρίου. Ταίριαζε έτσι τρεμουλιαστή και λεπτή που ήταν. Όσο κι αν πάσχιζε να δει, μισοκλείνοντας τα μάτια, το γκρίζο καπέλο και το γκρίζο μεταξωτό σακάκι, κεντημένα με ασημένια σπειροειδή ποικίλματα στα μανίκια και το κολάρο, δεν έμοιαζαν καθόλου με το κράνος και την πανοπλία που είχε συνηθίσει. Αυτά είχαν περάσει και δεν ξαναγυρνούσαν. Όσο γι’ αυτό... Αυτό ήταν κάτι για να γεμίζει τις άδειες ώρες. Τίποτα παραπάνω.
«Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις αυτό, Άρχοντα Γκάρεθ;»
Εκείνος από το παράθυρο έστριψε και είδε την Κάραλιν να στέκεται πλάι στο δικό της τραπέζι-γραφείο, στην άλλη άκρη του δωματίου από το δικό του. Το δικό της ήταν γεμάτο με τα λογιστικά βιβλία του κτήματος. Διαχειριζόταν τα κτήματά του τόσα χρόνια που έλειπε ο Γκάρεθ, και δίχως αμφιβολία τα κατάφερνε καλύτερα στη δική της δουλειά απ’ όσο αυτός στη δική του.
«Αν τις είχες βάλει να δουλέψουν για τον Άντμερ Νεμ, όπως απαιτεί ο νόμος», συνέχισε εκείνη, «τότε δεν θα είχες φορτωθεί αυτή την κατάσταση».
«Δεν το έκανα όμως», της είπε. «Και δεν θα το έκανα, ακόμα κι αν το ξανάκανα σήμερα. Ξέρεις καλύτερα από μένα, ότι ο Νεμ και οι άνδρες του σογιού του θα προσπαθούσαν μέρα-νύχτα να στριμώξουν αυτές τις κοπέλες. Και η Μάιγκαν μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες θα έκαναν τη ζωή της να μοιάζει με το Χάσμα του Χαμού ― όλα αυτά αν οι τρεις κοπέλες δεν πνίγονταν κατά τύχη στο πηγάδι».
«Ακόμα και η Μάιγκαν δεν θα χρησιμοποιούσε το πηγάδι γι’ αυτή τη δουλειά», είπε ξερά η Κάραλιν, «τέτοιον καιρό που έχουμε. Καταλαβαίνω πάντως τι λες, Άρχοντα Γκάρεθ. Αλλά είχαν στη διάθεσή τους σχεδόν μια μέρα και μια νύχτα για να το σκάσουν, δεν ξέρουμε σε ποια κατεύθυνση. Αλλο τόσο θα χρειαστείς για να μάθεις πού πήγαν, στέλνοντας μήνυμα ότι το έσκασαν. Αν μπορούμε να μάθουμε πού πήγαν».
«Ο Ταντ θα μπορέσει να τις βρει». Ο Ταντ είχε περάσει τα εβδομήντα του, αλλά ακόμα μπορούσε να βρει τα ίχνη του χθεσινού ανέμου πάνω στις πέτρες με το φεγγαρόφωτο και μετά χαράς είχε παραδώσει το πλινθοποιείο στο γιο του.
«Αφού το λες εσύ, Άρχοντα Γκάρεθ». Η Κάραλιν και ο Ταντ δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους. «Τότε, λοιπόν, όταν τις φέρεις πίσω, θα μου χρειαστούν στο σπίτι».
Κάτι στη φωνή της, παρ’ όλο που μιλούσε ανέμελα, τράβηξε την προσοχή του. Μια νότα ικανοποίησης. Από την ίδια σχεδόν μέρα που είχε έρθει ο Γκάρεθ στο σπίτι, η Κάραλιν του είχε παρουσιάσει μια σειρά από όμορφες υπηρέτριες και αγροτοπούλες στο σπίτι του κτήματος, που ήταν όλες πρόθυμες με το παραπάνω να βοηθήσουν τον άρχοντα να ξεχάσει τα βάσανά του. «Είναι επίορκες, Κάραλιν. Φοβάμαι ότι θα πάνε στα χωράφια».