Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν, όταν είδε το φευγαλέο, αγανακτισμένο σφίξιμο των χειλιών της, όμως ο τόνος της ήταν πάλι αδιάφορος όταν μίλησε. «Οι άλλες δύο, ίσως ναι, Άρχοντα Γκάρεθ, μα η κομψότητα της Ντομανής θα πήγαινε χαμένη στα χωράφια και θα ήταν κατάλληλη για να σερβίρει το τραπέζι. Ασυνήθιστα όμορφη η νεαρή. Πάντως, θα γίνει όπως επιθυμείς, φυσικά».
Αυτή λοιπόν είχε διαλέξει η Κάραλιν. Όντως, μια ασυνήθιστα όμορφη νεαρή. Αν και ήταν παράξενα διαφορετική σε σύγκριση με τις Ντομανές που είχε γνωρίσει. Τη μια στιγμή ήταν διστακτική, την άλλη βιαστική. Σχεδόν σαν να δοκίμαζε την τεχνική της για πρώτη φορά. Αυτό φυσικά ήταν αδύνατο. Οι Ντομανές από την κούνια ακόμα εκπαίδευαν τις κόρες τους πώς να τυλίγουν τους άνδρες στο μικρό τους δαχτυλάκι. Όχι ότι τα είχε πάει άσχημα, φυσικά, παραδέχτηκε μέσα του. Αν η Κάραλιν τού την είχε εμφανίσει ανάμεσα στις χωριατοπούλες... Ασυνήθιστα όμορφη.
Γιατί, λοιπόν, δεν ήταν το πρόσωπό της αυτό που έβλεπε με το νου του; Γιατί έπιανε τον εαυτό του να σκέφτεται δυο γαλανά μάτια; Τον είχε προκαλέσει σαν να ευχόταν να κρατούσε σπαθί στο χέρι της, φοβόταν αλλά και αρνιόταν να παραδοθεί στο φόβο της. Η Μάρα Τομάνες. Ήταν σίγουρος πως κρατούσε το λόγο της ακόμα και χωρίς να ορκιστεί. «Θα τη φέρω πίσω», μουρμούρισε μονολογώντας. «Θα μάθω γιατί πάτησε τον όρκο της».
«Όπως θέλεις, Άρχοντά μου», είπε η Κάραλιν. «Σκεφτόμουν ότι θα ήταν κατάλληλη για υπηρέτρια στα προσωπικά σου δωμάτια. Τη Σελά την πήραν τα χρόνια και δεν είναι να ανεβοκατεβαίνει τα σκαλιά για να σε περιποιείται τα βράδια».
Ο Μπράυν την κοίταξε ανοιγοκλείνοντας τα μάτια. Τι; Α. Η Ντομανή. Κούνησε το κεφάλι του γι’ αυτή την ανοησία της Κάραλιν. Μήπως όμως και ο ίδιος δεν ήταν ανόητος; Ήταν ο άρχοντας εδώ πέρα· έπρεπε να μείνει για να φροντίσει το λαό του. Αλλά όμως η Κάραλιν τον είχε φροντίσει καλύτερα απ’ όσο ήξερε να το κάνει ο ίδιος, τόσα χρόνια που έλειπε. Αυτός ήξερε από στρατόπεδα και στρατιώτες και εκστρατείες, ίσως και κάτι λίγα για το πώς να ελίσσεται στις ίντριγκες της αυλής. Η Κάραλιν είχε δίκιο. Έπρεπε να βγάλει το σπαθί και το αστείο καπέλο, να βάλει την Κάραλιν να γράψει τις περιγραφές τους, και...
Αντίθετα, είπε, «Έχε από κοντά τον Άντμερ Νεμ και το σόι του. Θα πάνε να σε εξαπατήσουν, αν μπορέσουν».
“Όπως ορίζεις, Άρχοντά μου”. Τα λόγια έδειχναν απόλυτο σεβασμό· ο τόνος της ήταν σαν να του έλεγε, έλα παππούλη να σου δείξω τα αμπελοχώραφά σου. Χασκογέλασε από μέσα του και βγήκε από το δωμάτιο.
Το μέγαρο στην πραγματικότητα ήταν ένα αγροτόσπιτο που είχε μεγαλώσει και θεριέψει, με ισόγειο και ένα πάτωμα ακόμα, με στέγη από λιθοκέραμα, όπου πρόσθεταν και ξαναπρόσθεταν χώρους γενιές ολόκληρες από Μπράυν. Ο Οίκος Μπράυν είχε αυτή τη γη —ή η γη τους είχε― από τότε που το Άντορ είχε σμιλευτεί από τα συντρίμμια της αυτοκρατορίας του Άρτουρ του Γερακόφτερου πριν από χίλια χρόνια, και όλα αυτά τα χρόνια έστελνε τους γιους του να πολεμήσουν στους πολέμους του Άντορ. Ο Μπράυν δεν θα πήγαινε σε άλλους πολέμους, αλλά για τον Οίκο Μπράυν ήταν πολύ αργά. Είχαν γίνει τόσοι πόλεμοι, τόσες μάχες. Ήταν ο τελευταίος του αίματος του. Δεν είχε γυναίκα, δεν είχε γιο, δεν είχε κόρη. Οι γενιές των Μπράυν θα τελείωναν μ’ αυτόν. Όλα τα πράγματα είχαν ένα τέλος· ο Τροχός του Χρόνου γυρνούσε.
Είκοσι άνδρες περίμεναν πλάι σε σελωμένα άλογα στο λιθόστρωτο προαύλιο μπροστά στο μέγαρο. Άνδρες που είχαν μαλλιά πιο γκρίζα κι από τα δικά του, οι περισσότεροι, όσοι είχαν μαλλιά. Όλοι τους ψημένοι στρατιώτες, όλοι πρώην στρατιώτες, ίλαρχοι και σημαιοφόροι, που είχαν υπηρετήσει μαζί του σε διάφορες στιγμές της καριέρας του. Ο Τζόνι Σάγκριν, που ήταν Αρχισημαιοφόρος των Φρουρών, ήταν πρώτος-πρώτος μ’ ένα επίδεσμο στους κροτάφους, αν και ο Μπράυν ήξερε καλά ότι οι κόρες του είχαν βάλει τα παιδιά τους να τον προσέχουν μην σηκωθεί από το κρεβάτι. Ήταν από τους λίγους που είχαν οικογένεια, είτε εδώ είτε κάπου αλλού. Οι περισσότεροι είχαν επιλέξει να έρθουν και να υπηρετήσουν πάλι μαζί με τον Γκάρεθ Μπράυν αντί να σπαταλήσουν τη σύνταξη τους πίνοντας και ρεμβάζοντας για πράγματα που μόνο άλλος ένας βετεράνος θα ήθελε να ακούσει.
Όλοι είχαν σπαθιά ζωσμένα πάνω από τα σακάκια τους, και μερικοί έφεραν μακριές λόγχες με ατσάλινες μύτες, λόγχες που σίγουρα μέχρι εκείνο το πρωί κρέμονταν σε κάποιον τοίχο. Κάθε σέλα είχε πίσω της μια χοντρή κουβέρτα τυλιγμένη ρολό, παραφουσκωμένα σακίδια, ένα-δυο κατσαρολικά και ασκιά γεμάτα νερό, λες και ξεκινούσαν για εκστρατεία αντί για εξόρμηση μιας βδομάδας για να κυνηγήσουν τρεις γυναίκες που είχαν πυρπολήσει ένα στάβλο. Ήταν μια ευκαιρία να ξαναζήσουν τον παλιό καιρό, ή να προσποιηθούν ότι τον ξαναζούσαν.