Выбрать главу

Για τη Σιουάν Σάντσε όμως, ήταν είδηση. Την είχε γνωρίσει σχεδόν πριν από τρία χρόνια. Ήταν μια γυναίκα που απαιτούσε υπακοή χωρίς να δίνει εξηγήσεις. Σκληρή σαν γέρικη μπότα, με γλώσσα σαν μαχαίρι και διάθεση σαν αρκούδα με πονόδοντο. Ο Μπράυν ήταν σίγουρος ότι η Σιουάν θα είχε κομματιάσει με τα ίδια της τα χέρια κάθε επίδοξη σφετερίστρια. Το σιγάνεμα ήταν ό,τι ήταν το ειρήνεμα για τους άνδρες, όμως πολύ πιο σπάνιο. Ειδικά για μια Έδρα της Άμερλιν. Μόνο δύο Αμερλιν μέσα σε τρεις χιλιάδες χρόνια είχαν καταλήξει εκεί, απ’ όσο παραδεχόταν ο Πύργος, αν και βέβαια μπορεί να είχαν υπάρξει άλλες είκοσι που είχαν μείνει κρυφές· ο Πύργος ήξερε καλά να κρατά κρυμμένο αυτό που ήθελε να κρύψει. Όμως επιπλέον να την εκτελέσουν μετά το σιγάνεμα, αυτό έμοιαζε περιττό. Λεγόταν ότι οι γυναίκες δεν επιζούσαν από το σιγάνεμα περισσότερο απ’ όσο οι άνδρες μετά το ειρήνεμα.

Η υπόθεση μύριζε μπελάδες. Όλοι ήξεραν ότι ο Πύργος είχε συμμαχίες, ότι κινούσε νήματα θρόνων και ισχυρών αρχόντων και αρχοντισσών. Με μια καινούρια Άμερλιν να έχει εμφανιστεί με τέτοιο τρόπο, κάποιοι σίγουρα θα δοκίμαζαν να δουν αν οι Άες Σεντάι ακόμα τους παρακολουθούσαν από κοντά. Κι όταν αυτός ο φίλος στο Δάκρυ κατέπνιγε την όποια αντίσταση —όχι ότι θα του αντιστέκονταν αν όντως είχε καταλάβει την Πέτρα― τότε θα έκανε την κίνησή του, ενάντια στο Ίλιαν ή την Καιρχίν. Το ερώτημα ήταν, πόσο γρήγορα θα ξεκινούσε; Θα συγκεντρώνονταν κόσμος να του εναντιωθεί, ή να τον υποστηρίξει; Πρέπει να ήταν ο αληθινός Αναγεννημένος Δράκοντας, αλλά οι Οίκοι μπορεί να ακολουθούσαν ή τη μια ή την άλλη οδό, το ίδιο και ο λαός. Κι αν ξεσπούσαν μικροτσακωμοί εξαιτίας του Πύργου.

«Γερο-βλάκα», μουρμούρισε. Είδε τον Μπάριμ να ξαφνιάζεται και πρόσθεσε, «Όχι εσύ. Για άλλο γερο-βλάκα λέω». Όλα αυτά δεν ήταν πια δική του δουλειά. Απλώς θα έπρεπε να αποφασίσει με ποιου το μέρος θα πήγαινε ο Οίκος Μπράυν σαν θα έφτανε εκείνη η ώρα. Όχι ότι θα νοιαζόταν κανείς, εκτός απ’ όσους ήθελαν να ξέρουν αν θα έπρεπε να του επιτεθούν ή όχι. Δεν ήταν ποτέ ισχυρός ο Οίκος Μπράυν, ούτε μεγάλος.

«Ε, Άρχοντά μου;» Ο Μπάριμ έριξε μια ματιά στους άνδρες που περίμεναν στα άλογά τους. «Μήπως με χρειάζεσαι, Άρχοντά μου;»

Δίχως καν να ρωτήσει πού ή γιατί. Δεν ήταν ο μόνος που είχε μπουχτίσει τη ζωή της υπαίθρου. «Ετοίμασε τα πράγματά μας και έλα να μας προφτάσεις. Στην αρχή θα πάμε νότια, από την Οδό των Τεσσάρων Βασιλιάδων». Ο Μπάριμ χαιρέτησε στρατιωτικά και έφυγε τρεχάτος, τραβώντας μαζί το άλογό του.

Ανεβαίνοντας στη σέλα, ο Μπράυν κούνησε το χέρι προς τα μπρος χωρίς να πει λέξη, και οι άνδρες σχημάτισαν διπλή φάλαγγα πίσω του, καθώς προχωρούσαν προς το δρομάκι με τις βαλανιδιές δεξιά κι αριστερά του. Ήθελε απαντήσεις. Ακόμα κι αν έπρεπε να πιάσει αυτή τη Μάρα από το σβέρκο και να την ταρακουνήσει, θα έπαιρνε απαντήσεις.

Η Υψηλή Αρχόντισσα Αλτέιμα χαλάρωσε όταν άνοιξαν οι πύλες του Βασιλικού Παλατιού του Άντορ και η άμαξά της πέρασε μέσα. Δεν ήταν σίγουρη ότι θα άνοιγαν. Είχε προσπαθήσει ώρα πολλή να στείλει ένα σημείωμα μέσα, και η απάντηση είχε αργήσει ακόμα περισσότερο να έρθει. Η υπηρέτριά της, μια λεπτούλα που την είχε βρει εδώ στο Κάεμλυν, κοίταζε με γουρλωμένα μάτια και μόνο που δεν χοροπηδούσε στη θέση δίπλα της από την έξαψη που στ’ αλήθεια θα έμπαινε στο παλάτι.

Η Αλτέιμα άνοιξε με μια κοφτή κίνηση τη δαντελωτή βεντάλια της και προσπάθησε να δροσιστεί. Ακόμα δεν είχε μεσημεριάσει καλά-καλά· η ζέστη θα δυνάμωνε κι άλλο. Και να σκεφτεί κανείς ότι πάντα θεωρούσε το Άντορ δροσερό τόπο. Ανακεφαλαίωσε μέσα της άλλη μια φορά αυτά που σκόπευε να πει. Ήταν μια όμορφη γυναίκα —ήξερε ακριβώς πόσο όμορφη― με μεγάλα καστανά μάτια που έκαναν κάποιους να την περνούν κατά λάθος για αθώα, ακόμα και ακίνδυνη. Αυτή ήξερε ότι δεν ίσχυε ούτε το ένα ούτε το άλλο, όμως τη βόλευε να έχουν αυτή τη γνώμη. Ειδικά εδώ πέρα, σήμερα. Για την άμαξα είχε πληρώσει σχεδόν όλο το χρυσάφι που της έμενε απ’ όσο είχε καταφέρει να πάρει μαζί της όταν το είχε σκάσει από το Δάκρυ. Για να εγκατασταθεί εδώ, χρειαζόταν ισχυρούς φίλους, και στο Άντορ κανένας δεν ήταν ισχυρότερος από τη γυναίκα την οποία είχε έρθει να δει.

Η άμαξα σταμάτησε πλάι σε ένα σιντριβάνι σε μια αυλίτσα περιστοιχισμένη από κολόνες, και ένας υπηρέτης με λιβρέα σε κόκκινα και άσπρα χρώματα έτρεξε να ανοίξει την πόρτα. Η Αλτέιμα μόλις που έριξε μια ματιά στην αυλή και στον υπηρέτη: είχε το νου της στη συνάντηση που πήγαινε. Τα μελαχρινά μαλλιά της χύνονταν ως χαμηλά στην πλάτη της κάτω από ένα στενό καπέλο όλο μικρά μαργαριτάρια, ενώ άλλα μαργαριτάρια γέμιζαν τις μικρές πιέτες της εσθήτας της από αχνοπράσινο μετάξι με τον ψηλό γιακά. Μια φορά είχε συναντήσει τη Μοργκέις, σύντομα, πριν από πέντε χρόνια σε μια κρατική επίσκεψη· μια γυναίκα που ακτινοβολούσε εξουσία, συγκρατημένη και επιβλητική όπως θα περίμενες να είναι μια βασίλισσα, κι επίσης αξιοπρεπής, με τον τρόπο των Αντορινών. Κι αυτό σήμαινε σεμνότυφη. Οι φήμες στην πόλη που έλεγαν ότι είχε εραστή —έναν άνδρα τον οποίο δεν πολυσυμπαθούσε ο κόσμος, όπως φαινόταν― δεν ταίριαζαν μ’ αυτό. Απ’ όσο θυμόταν όμως η Αλτέιμα, η επισημότητα της εσθήτας —και ο ψηλός γιακάς― κανονικά θα ευχαριστούσε τη Μοργκέις.