Выбрать главу

Μόλις τα γοβάκια της Αλτέιμα πάτησαν στο πλακόστρωτο, η υπηρέτρια, η Κάρα, πήδηξε κάτω και ήρθε να σιάξει τις πιέτες για να πέφτουν ίσια. Ώσπου η Αλτέιμα έκλεισε τη βεντάλια και μ’ αυτήν χτύπησε τον καρπό της κοπέλας· η αυλή δεν ήταν ο κατάλληλος χώρος γι’ αυτό. Η Κάρα —τι ανόητο όνομα― έκανε ξαφνιασμένη ένα βήμα πίσω, σφίγγοντας τον καρπό με πληγωμένο ύφος, με τα δάκρυα έτοιμα να κυλήσουν.

Η Αλτέιμα έσφιξε εκνευρισμένη τα χείλη της. Η κοπέλα δεν ήξερε ούτε πώς να δεχτεί μια ήπια επίπληξη. Κορόιδευε τον εαυτό της: η κοπέλα δεν ήταν κατάλληλη· ήταν ολοφάνερα ανεκπαίδευτη. Αλλά κάθε αρχόντισσα χρειαζόταν μια υπηρέτρια, ένας λόγος παραπάνω που έπρεπε να ξεχωρίζει από το λεφούσι των προσφύγων στο Άντορ. Είχε δει άνδρες και γυναίκες να μοχθούν στον ήλιο, ακόμα και να ζητιανεύουν στους δρόμους, φορώντας απομεινάρια από ρούχα αριστοκρατών της Καιρχίν. Μια-δυο νόμιζε ότι τις είχε αναγνωρίσει. Ίσως έπρεπε να πάρει κάποια στην υπηρεσία της· ποια ήξερε καλύτερα από μια αρχόντισσα τα καθήκοντα της υπηρέτριας μιας αρχόντισσας; Κι αν είχαν καταντήσει να κάνουν χειρωνακτικές δουλειές, τότε σίγουρα θα έτρεχαν να πιάσουν την ευκαιρία. Ίσως ήταν διασκεδαστικό να έχει μια πρώην “φίλη” για υπηρέτρια. Ήταν αργά όμως για να το κάνει αυτό σήμερα. Και το ότι είχε μια αμαθή υπηρέτρια, μια ντόπια κοπέλα, φώναζε ότι η Αλτέιμα είχε σχεδόν εξανεμίσει τους πόρους της, ότι μόνο ένα σκαλί τη χώριζε από εκείνους τους ζητιάνους.

Πήρε βλέμμα όλο φροντίδα και τρυφερότητα. «Σε χτύπησα, Κάρα;» είπε γλυκά. «Μείνε εδώ στην άμαξα και περιποιήσου τον καρπό σου. Είμαι βέβαιη ότι κάποιος θα σου φέρει δροσερό νερό να πιεις». Η άμυαλη ευγνωμοσύνη που φάνηκε στο πρόσωπο της κοπέλας προκαλούσε δέος.

Οι περιποιημένοι υπηρέτες, καλά εκπαιδευμένοι, στέκονταν χωρίς να κοιτάνε. Πάντως, γνωρίζοντας από υπηρέτες, ήταν σίγουρη ότι θα διαδιδόταν το νέο για την καλοσύνη της Αλτέιμα.

Ένας ψηλός νεαρός φάνηκε μπροστά της, φορώντας κόκκινο σακάκι με λευκό γιακά και στιλβωμένο θώρακα που έδειχναν ότι ήταν από τη Φρουρά της Βασίλισσας, και υποκλίθηκε με το χέρι στη λαβή του ξίφους του. «Είμαι ο Φρουρός-Υπολοχαγός Τάλανβορ, Υψηλή Αρχόντισσα. Αν με ακολουθήσετε, θα σας συνοδεύσω στη Βασίλισσα Μοργκέις». Της πρόσφερε το μπράτσο του, το οποίο αυτή δέχτηκε, χωρίς κατά τα άλλα να αντιλαμβάνεται την παρουσία του. Δεν την ενδιέφεραν οι στρατιώτες, αν δεν ήταν στρατηγοί και άρχοντες.

Καθώς τη συνόδευε στους πλατιούς διαδρόμους, που έμοιαζαν να ξεχειλίζουν από βιαστικούς άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι φορούσαν επίσημη υπηρετική περιβολή —φρόντιζαν φυσικά να μην της εμποδίζουν το δρόμο― η Αλτέιμα εξέταζε διακριτικά τις έξοχες ταπισερί, τα στολισμένα με φίλντισι κιβώτια και ντουλάπια, τις γαβάθες και τα βάζα από δουλεμένο χρυσό ή ασήμι και τις λεπτές πορσελάνες των Θαλασσινών. Το Βασιλικό Παλάτι δεν επεδείκνυε τόσα πλούτη όσα η Πέτρα του Δακρύου, όμως το Άντορ δεν έπαυε να είναι μια πλούσια χώρα, ίσως όσο και το Δάκρυ. Ένας ηλικιωμένος άρχοντας θα ήταν ό,τι έπρεπε, θα ήταν ζυμάρι στα χέρια μιας γυναίκας ακόμα νέας, ίσως αν ήταν λιγάκι ασθενικός και ξεκουτιασμένος. Με απέραντα κτήματα. Αυτό θα ήταν μια αρχή, μέχρι να βρει η Αλτέιμα που ήταν τα κέντρα της εξουσίας στο Άντορ. Τα λίγα λόγια που είχε ανταλλάξει με τη Μοργκέις πριν από μερικά χρόνια δεν ήταν σπουδαία γνωριμία, αλλά είχε αυτό που σίγουρα ήθελε και χρειαζόταν μια ισχυρή βασίλισσα. Πληροφορίες.

Τελικά ο Τάλανβορ την έφερε σε ένα μεγάλο δωμάτιο αναμονής με ψηλό ταβάνι όπου ήταν ζωγραφισμένα πουλιά και σύννεφα και ένας γαλανός ουρανός, όπου περίτεχνα σκαλισμένες καρέκλες στέκονταν μπροστά σε ένα τζάκι από αστραφτερό λευκό μάρμαρο. Ένα μέρος του μυαλού της σημείωσε διασκεδάζοντας ότι το πλατύ κοκκινόχρυσο χαλί ήταν Δακρινό έργο. Ο νεαρός έπεσε στο γόνατο. «Βασίλισσά μου», είπε με φωνή, που ξαφνικά είχε γίνει τραχιά, «όπως πρόσταξες, σου φέρνω την Υψηλή Αρχόντισσα Αλτέιμα του Δακρύου».

Η Μοργκέις του έκανε νόημα να φύγει. «Καλωσήρθες, Αλτέιμα. Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Κάθισε να μιλήσουμε».