Выбрать главу

Η Αλτέιμα έκλινε το γόνυ και μουρμούρισε ευχαριστώ πριν καθίσει σε μια καρέκλα. Μέσα της κόχλαζε ο φθόνος. Θυμόταν τη Μοργκέις σαν μια καλλονή, όμως η χρυσομάλλα αλήθεια μπροστά της έλεγε πόσο ωχριούσε εκείνη η ανάμνηση. Η Μοργκέις ήταν ένα ολάνθιστο τριαντάφυλλο, έτοιμη να ρίξει τη σκιά της σε κάθε άλλο άνθος. Η Αλτέιμα δεν κατηγορούσε τον νεαρό στρατιώτη που είχε βγει σκοντάφτοντας. Χαιρόταν που δεν είχε μείνει ο νεαρός μαζί τους, γιατί δεν ήθελε να τον νιώθει να κοιτάζει τις δυο τους συγκρίνοντας.

Υπήρχαν όμως και αλλαγές. Τεράστιες αλλαγές. Η Μοργκέις, ελέω Φωτός Βασίλισσα του Άντορ, Προστάτιδα του Βασιλείου, Υπερασπίστρια του Λαού, Ανώτατη Έδρα του Οίκου Τράκαντ, μια γυναίκα τόσο συγκρατημένη και μεγαλοπρεπής και καθωσπρέπει, φορούσε εσθήτα από τρεμουλιαστό λευκό μετάξι, η οποία έδειχνε τόσο τον κόρφο της που θα σοκαριζόταν ακόμα και σερβιτόρα ταβέρνας στο Μάουλε. Κολλούσε στους γοφούς και τους μηρούς και ήταν τόσο στενή που θα άρεσε ακόμα και στα γύναια του Τάραμπον. Οι φήμες λοιπόν ήταν σαφώς αληθινές. Η Μοργκέις είχε εραστή. Και, για να έχει αλλάξει τόσο, ήταν εξίσου σαφές ότι προσπαθούσε να ευχαριστήσει εκείνον αυτόν τον Γκάεμπριλ, αντί να την ευχαριστεί αυτός. Η Μοργκέις ακόμα ακτινοβολούσε εξουσία και η παρουσία της γέμιζε την αίθουσα, όμως το φόρεμα μεταμόρφωνε αυτά τα δύο σε κάτι λιγότερο.

Η Αλτέιμα χάρηκε ακόμα πιο πολύ που είχε φορέσει ψηλό γιακά. Μια γυναίκα που ήταν τόσο μαγεμένη από έναν άνδρα θα ξεσπούσε με ζηλόφθονη λύσσα στην παραμικρή πρόκληση, ή ακόμα κι αν δεν υπήρχε καμία πρόκληση. Αν συναντούσε τον Γκάεμπριλ, θα του φερόταν όσο πιο αδιάφορα μπορούσε μέσα στα πλαίσια της ευγένειας. Ακόμα και με την υποψία ότι σκεφτόταν να πλησιάσει τον εραστή της Μοργκέις, μπορεί να κατέληγε στην κρεμάλα αντί να βρει σύζυγο στα τελευταία του. Η ίδια στη θέση της θα έκανε ακριβώς το ίδιο.

Μια γυναίκα με ερυθρόλευκη ενδυμασία έφερε κρασί, ένα εξαιρετικό Μουράντυ, και γέμισε κρυστάλλινα κύπελλα με βαθιά χαραγμένο το Λιοντάρι του Άντορ. Καθώς η Μοργκέις έπαιρνε το κύπελλό της, η Αλτέιμα πρόσεξε το δαχτυλίδι της, ένα χρυσό φίδι που έτρωγε την ουρά του. Το δαχτυλίδι του Μεγάλου Ερπετού το φορούσαν οι γυναίκες εκείνες που είχαν εκπαιδευτεί στον Λευκό Πύργο, όπως είχε κάνει η Μοργκέις, χωρίς να γίνουν Άες Σεντάι, όπως επίσης και οι ίδιες οι Άες Σεντάι. Ήταν μια χιλιόχρονη παράδοση να εκπαιδεύονται στον Πύργο οι βασίλισσες του Άντορ. Όμως τα χείλη όλων ψιθύριζαν για μια ρήξη μεταξύ Μοργκέις και Ταρ Βάλον και τα αισθήματα κατά των Άες Σεντάι που υπήρχαν στον κόσμο θα είχαν καταπνιγεί γοργά αν το ήθελε η Βασίλισσα. Άραγε, γιατί φορούσε ακόμα το δαχτυλίδι; Η Αλτέιμα θα μετρούσε τα λόγια της μπροστά στη Μοργκέις μέχρι να μάθει την απάντηση.

Η υπηρέτρια απομακρύνθηκε και πήγε στην άλλη άκρη του δωματίου, εκεί που δεν θα άκουγε, όντας όμως κοντά για να βλέπει πότε θα έπρεπε να ξαναβάλει κρασί.

Η Μοργκέις ήπιε μια γουλιά και είπε, «Πέρασε καιρός από τότε που συναντηθήκαμε. Είναι καλά ο σύζυγός σου; Βρίσκεται στο Κάεμλυν μαζί σου;»

Η Αλτέιμα άλλαξε βιαστικά τα σχέδιά της. Δεν της είχε περάσει από το νου ότι η Μοργκέις θα ήξερε ότι είχε σύζυγο, αλλά ανέκαθεν τη χαρακτήριζε η ευστροφία. «Ο Τεντόσιαν ήταν καλά την τελευταία φορά που τον είδα». Μα το Φως, μακάρι να πέθαινε γρήγορα. Θα συνέχιζε έτσι τη συζήτηση. «Είχε αμφιβολίες κατά πόσον έπρεπε να υπηρετήσει αυτόν τον Ραντ αλ’Θόρ και είναι επικίνδυνο να δρασκελίζεις αυτή την άβυσσο. Υπάρχουν άρχοντες που κρεμάστηκαν σαν να μην ήταν παρά συνηθισμένοι κακούργοι».

«Ο Ραντ αλ’Θόρ», αναπόλησε χαμηλόφωνα η Μοργκέις. «Τον είχα συναντήσει κάποτε. Δεν έμοιαζε άνθρωπος που θα αυτοονομαζόταν Αναγεννημένος Δράκοντας. Ήταν ένα φοβισμένο βοσκόπουλο, που προσπαθούσε να μη δείξει το φόβο του. Αλλά όμως, τώρα που το ξανασκέφτομαι, έμοιαζε να ψάχνει για κάποια ― διέξοδο». Τα γαλανά μάτια της πήραν μια έκφραση ενδοσκόπησης. «Η Ελάιντα με προειδοποίησε γι’ αυτόν». Αυτές τις τελευταίες λέξεις έμοιαζε να τις έχει πει ασυναίσθητα.

«Η Ελάιντα ήταν τότε σύμβουλος σου» είπε επιφυλακτικά η Αλτέιμα. Ήξερε ότι έτσι ήταν, και γι’ αυτό δυσκολευόταν ακόμα περισσότερο να πιστέψει τις φήμες περί ρήξης. Έπρεπε να μάθει αν ήταν αλήθεια. «Την αντικατέστησες, τώρα που είναι Άμερλιν;»

Το βλέμμα της Μοργκέις ζωντάνεψε ξανά. «Όχι βέβαια!» Την επόμενη στιγμή, η φωνή της μαλάκωσε ξανά. «Η κόρη μου, η Ηλαίην, εκπαιδεύεται στον πύργο. Ήδη έχει γίνει Αποδεχθείσα».

Η Αλτέιμα ανέμισε τη βεντάλια της, ελπίζοντας να μην εμφανιζόταν ιδρώτας στο μέτωπό της. Αν η Μοργκέις δεν ήξερε τα ίδια της τα συναισθήματα προς τον Πύργο, δεν υπήρχε τρόπος να της μιλήσει με ασφάλεια. Τα σχέδιά της ισορροπούσαν στο χείλος του γκρεμού.