Выбрать главу

Έπειτα η Μοργκέις έσωσε και τα σχέδια και την ίδια την Αλτέιμα. «Λες ότι ο σύζυγός σου είναι σε δίλημμα για τον Ραντ αλ’Θόρ. Εσύ;»

Παραλίγο θα αναστέναζε από ανακούφιση. Η Μοργκέις μπορεί να έκανε σαν αμαθής χωριατοπούλα γι’ αυτόν τον Γκάεμπριλ, αλλά είχε τα λογικά της, όταν επρόκειτο για ζητήματα εξουσίας και για την ασφάλεια του βασιλείου της. «Τον παρατηρούσα από κοντά, φυσικά, στην Πέτρα». Έτσι θα έσπερνε αυτόν το σπόρο, αν δεν είχε φυτευτεί ήδη. «Μπορεί να διαβιβάζει, κι ένας άνδρας που διαβιβάζει πάντα προκαλεί φόβο. Όμως είναι ο Αναγεννημένος Δράκοντας. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Η Πέτρα έπεσε, και στην άλωσή της το Καλαντόρ ήταν στα χέρια του. Οι Προφητείες... φοβάμαι ότι πρέπει να αφήσω τις αποφάσεις για το τι πρέπει να γίνει με τον Αναγεννημένο Δράκοντα σ’ αυτούς που είναι σοφότεροι από μένα. Εγώ απλώς ξέρω ότι φοβάμαι να μείνω εκεί που κυβερνά. Ακόμα και μια Υψηλή Αρχόντισσα του Δακρύου δεν φτάνει στο κουράγιο τη Βασίλισσα του Άντορ».

Η χρυσομάλλα την κοίταξε με ένα διορατικό βλέμμα και η Αλτέιμα φοβήθηκε μήπως το είχε παρατραβήξει στην κολακεία. Κάποιοι άνθρωποι δεν ήθελα να τους κολακεύεις τόσο απροκάλυπτα. Η Μοργκέις όμως απλώς έγειρε πίσω στην καρέκλα της και ήπιε λίγο κρασί. «Μίλα μου γι’ αυτόν, για τον άνθρωπο που υποτίθεται ότι θα μας σώσει και, σώζοντάς μας, θα μας καταστρέψει».

Επιτυχία. Ή τουλάχιστον η απαρχή της επιτυχίας. «Είναι επικίνδυνος άνθρωπος ακόμα και χωρίς να λογαριάζουμε τη Δύναμη. Το λιοντάρι μοιάζει τεμπέλικο, μισοκοιμισμένο, ώσπου ξαφνικά εφορμά· τότε είναι ταχύτατο, δυνατό. Ο Ραντ αλ’Θόρ δείχνει αθώος, όχι τεμπέλης, και αφελής, όχι κοιμισμένος, αλλά όταν εφορμήσει... Δεν έχει τον προσήκοντα σεβασμό για ανθρώπους και αξιώματα. Δεν υπερέβαλλα, όταν είπα ότι κρέμασε άρχοντες. Είναι πηγή αναρχίας. Στο Δάκρυ, υπό τους καινούριους νόμους του, ακόμα και οι υψηλοί άρχοντες μπορεί να κληθούν ενώπιον δικαστού και να τους επιβληθεί πρόστιμο ή κάτι χειρότερο, αν κατηγορηθούν από τον πιο κακόψυχο χωρικό ή ψαρά. Και να...»

Συνέχισε, λέγοντας αταλάντευτα την αλήθεια, όπως την έβλεπε· δεν δυσκολευόταν να πει είτε αλήθεια είτε ψέματα, όταν χρειαζόταν. Η Μοργκέις έπινε κρασί και άκουγε· η Αλτέιμα θα ’λεγε ότι η Βασίλισσα τεμπέλιαζε αδιάφορα, αλλά το βλέμμα της έδειχνε ότι άκουγε κάθε λέξη και τη θυμόταν. «Πρέπει να καταλάβεις», κατέληξε η Αλτέιμα, «ότι όλα αυτά είναι μονάχα μια πρόγευση. Ο Ραντ αλ’Θόρ και το τι έχει κάνει στο Δάκρυ είναι θέματα για συζήτησης ωρών».

«θα τις έχεις», είπε η Μοργκέις, και με το νου της η Αλτέιμα χαμογέλασε. «Είναι αλήθεια», συνέχισε η Βασίλισσα, «ότι έφερε μαζί του στο Δάκρυ Αελίτες;»

«Α, ναι. Κάτι άγριους ως εκεί πάνω, με πρόσωπα συνήθως μισοκαλυμμένα, που ακόμα και οι γυναίκες είναι έτοιμες να σε σκοτώσουν με την πρώτη ματιά. Τον ακολουθούσαν σαν σκυλιά, τρομοκρατώντας τους πάντες, και πήραν ό,τι ήθελαν από την Πέτρα».

«Νόμιζα ότι αυτές ήταν οι πιο εξωφρενικές φήμες», είπε σκεφτικά η Μοργκέις, «Είχαμε ακούσει φήμες πέρυσι, όμως οι Αελίτες έχουν είκοσι χρόνια να βγουν από την Ερημιά, έχουν να φανούν από τον Πόλεμο των Αελιτών. Ο κόσμος δεν έχει ανάγκη τον Ραντ αλ’Θόρ να τους ξαναφέρει εδώ». Ξανακοίταξε την Αλτέιμα με βλέμμα σαν μαχαίρι. «Είπες ότι “ακολούθησαν”. Έχουν φύγει;»

Η Αλτέιμα ένευσε. «Λίγο προτού φύγω από το Δάκρυ. Κι αυτός πήγε μαζί τους».

«Μαζί τους!» αναφώνησε η Μοργκέις. «Φοβόμουν μήπως ήταν στην Καιρχίν αυτή τη―»

«Έχεις καλεσμένη, Μοργκέις; Έπρεπε να μου το πεις, για να την χαιρετήσω».

Ένας μεγαλόσωμος άνδρας μπήκε στο δωμάτιο, ψηλός, με χρυσοκέντητο μεταξωτό σακάκι που ταίριαζε καλά στους πλατιούς ώμους και το φαρδύ στέρνο του. Η Αλτέιμα δεν χρειάστηκε να δει το πρόσωπο της Μοργκέις που έλαμψε για να καταλάβει ότι αυτός ήταν ο Άρχοντας Γκάεμπριλ· αρκούσε η αυτοπεποίθηση, με την οποία είχε διακόψει τη Βασίλισσα. Σήκωσε το δάχτυλό του, και η υπηρέτρια έκλινε το γόνυ και έφυγε γρήγορα· ούτε ζήτησε την άδεια της Μοργκέις για να διώξει την υπηρέτρια της. Ήταν μελαχρινός και όμορφος, απίστευτα όμορφος, με λευκές τούφες στους κροτάφους.

Η Αλτέιμα πήρε μια αδιάφορη έκφραση στο πρόσωπο, πρόσθεσε ένα χαμόγελο οριακής ευγένειας, κατάλληλο για γηραιό θείο που δεν είχε εξουσία, πλούτο ή επιρροή. Μπορεί να ήταν υπέροχος, αλλά ακόμα κι αν δεν ανήκε στη Μοργκέις, ήταν ένας άνθρωπος τον οποίο η Αλτέιμα δεν θα προσπαθούσε να χειραγωγήσει παρά μόνο αν ήταν απόλυτη ανάγκη. Τον περιέβαλλε ένας αέρας εξουσίας πιο έντονος ίσως κι από της Μοργκέις.

Ο Γκάεμπριλ στάθηκε πλάι στη Μοργκέις κι ακούμπησε τον γυμνό ώμο της με οικειότητα. Αυτή παραλίγο θα έγερνε να ακουμπήσει το μάγουλό της στη ράχη του χεριού του, αλλά τα μάτια του κοίταζαν την Αλτέιμα. Η Αλτέιμα είχε συνηθίσει να την κοιτάνε οι άνδρες, όμως αυτό το βλέμμα την έκανε να ανασαλέψει αμήχανα· ήταν τόσο διαπεραστικό, έβλεπε τόσα πολλά.