Του απάντησε η Μοργκέις· η Αλτέιμα ήταν σαν να είχε καταπιεί τη γλώσσα της, καθώς αυτός την κοίταζε. «Αυτή είναι η Υψηλή Αρχόντισσα Αλτέιμα, Γκάεμπριλ. Μου είπε τα πάντα για τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Η Αλτέιμα ήταν στην Πέτρα του Δακρύου όταν έπεσε. Γκάεμπριλ, στ’ αλήθεια υπάρχουν Άελ―» Η πίεση του χεριού του τη διέκοψε. Ενόχληση φάνηκε για μια στιγμή στο πρόσωπό της, όμως χάθηκε αμέσως και τη θέση της πήρε ένα λαμπερό χαμόγελο προς το μέρος του.
Το βλέμμα του, που ήταν ακόμα στραμμένο στην Αλτέιμα, την έκανε να ξανανιώσει εκείνο ρίγος να διατρέχει το κορμί της, κι αυτή τη φορά η Αλτέιμα άφησε μια κοφτή κραυγούλα. «Θα πρέπει να έχεις κουραστεί μετά από τόση συζήτηση, Μοργκέις», είπε, χωρίς να πάρει το βλέμμα του. «Όλο δουλεύεις. Πήγαινε στην κρεβατοκάμαρά σου και κοιμήσου. Πήγαινε τώρα. Θα σε ξυπνήσω όταν θα είσαι ξεκούραστη».
Η Μοργκέις σηκώθηκε αμέσως, ακόμα χαμογελώντας του αφοσιωμένα, Τα μάτια της σαν να γυάλιζαν λιγάκι. «Ναι, είμαι κουρασμένη, Θα πάω για έναν υπνάκο, Γκάεμπριλ».
Βγήκε από την αίθουσα χωρίς να ρίξει ματιά στην Αλτέιμα, όμως η προσοχή της άλλης γυναίκας ήταν όλη στραμμένη στον Γκάεμπριλ. Η καρδιά της χτυπούσε γοργά· η ανάσα της ήταν πιο γρήγορη. Σίγουρα ήταν ο ομορφότερος άνδρας που είχε δει ποτέ της. Ο μεγαλοπρεπέστερος, ο δυνατότερος, ο ισχυρότερος... Τα υπερθετικά γέμισαν το νου της σαν πλημμύρα.
Ο Γκάεμπριλ δεν έδωσε ούτε αυτός σημασία στη Μοργκέις που έφευγε. Πήρε την καρέκλα απ’ όπου είχε σηκωθεί η Βασίλισσα κι έγειρε πίσω με τις μπότες του απλωμένες μπροστά. «Πες μου γιατί ήρθες στο Κάεμλυν, Αλτέιμα». Αυτή πάλι ένιωσε να τη διαπερνά ένα ρίγος. «Πες την απόλυτη αλήθεια, αλλά εν συντομία. Αργότερα θα μου πεις τις λεπτομέρειες, αν το θελήσω».
Εκείνη δεν δίστασε. «Πήγα να δηλητηριάσω τον σύζυγό μου και αναγκάστηκα να το σκάσω πριν με σκοτώσουν ή μου κάνουν τίποτα χειρότερο ο Τεντόσιαν και εκείνη η μέγαιρα, η Εστάντα. Ο Ραντ αλ’Θόρ θα τους το επέτρεπε, για παραδειγματισμό». Ζάρωσε φοβισμένη, λέγοντάς το. Όχι επειδή ήταν μια αλήθεια που την απέκρυβε, αλλά επειδή, περισσότερο από κάθε τι στον κόσμο, ήθελε να ευχαριστήσει τον Γκάεμπριλ και φοβόταν μήπως την έδιωχνε. Αλλά εκείνος ζητούσε την αλήθεια. «Διάλεξα το Κάεμλυν, επειδή δεν άντεχα το Ίλιαν, και το Άντορ μού φαινόταν σε κάπως καλύτερη κατάσταση ― η Καιρχίν είναι σχεδόν όλη ερείπια. Στο Κάεμλυν μπορώ να βρω έναν πλούσιο σύζυγο, ή, αν χρειαστεί, κάποιον που να νομίζει ότι είναι ο προστάτης μου, και να χρησιμοποιήσω τη δύναμή του για―»
Αυτός τη διέκοψε με μια κίνηση του χεριού του, χασκογελώντας. «Τι άγρια αυτή η γάτα, αν και είναι ομορφούλα. Ίσως την κρατήσω για την ομορφιά της, με τα δόντια και τα νύχια έτοιμα». Ξαφνικά το πρόσωπό του σοβάρεψε. «Πες μου τι ξέρεις για τον Ραντ αλ’Θόρ, και ειδικά για τους φίλους του, αν έχει κανέναν, τους συντρόφους του, τους συμμάχους του».
Του είπε, μιλώντας μέχρι που το στόμα και ο λαιμός της ξεράθηκαν και η φωνή της ηχούσε βραχνή, τραχιά. Δεν σήκωσε το κύπελλό της, παρά μόνο όταν της είπε αυτός να πιει, και τότε κατάπιε με μιας το κρασί και συνέχισε να μιλάει. Μπορούσε να τον ευχαριστήσει. Μπορούσε να τον ευχαριστήσει με τρόπους που η Μοργκέις δεν είχε φανταστεί.
Οι υπηρέτριες που δούλευαν στο υπνοδωμάτιο της Μοργκέις έκλιναν βιαστικά το γόνυ, βλέποντάς την έκπληκτες εκεί μιας και δεν είχε μεσημεριάσει ακόμα. Αυτή έκανε νόημα να βγουν από το δωμάτιο, και ξάπλωσε στο κρεβάτι της φορώντας ακόμα το φόρεμά της. Για λίγη ώρα έμεινε ατενίζοντας τα χρυσοποίκιλτα σμιλέματα στους στύλους του κρεβατιού. Εκεί δεν υπήρχαν τα Λιοντάρια του Άντορ, αλλά τριαντάφυλλα. Για το Ρόδινο Στέμμα του Άντορ, όμως τα τριαντάφυλλα της ταίριαζαν καλύτερα από τα λιοντάρια.
Μην είσαι πεισματάρα, επιτίμησε τον εαυτό της, και μετά αναρωτήθηκε γιατί. Είχε πει στον Γκάεμπριλ ότι ήταν κουρασμένη, και... Ή μήπως της το είχε πει αυτός; Αδύνατον. Ήταν η Βασίλισσα του Άντορ, και κανένας άνδρας δεν θα της έλεγε να κάνει κάτι. Γκάρεθ. Γιατί άραγε είχε σκεφτεί τον Γκάρεθ Μπράυν; Αυτός σίγουρα δεν της είχε πει ποτέ να κάνει τίποτα· ο Στρατηγός των Φρουρών της Βασίλισσας υπάκουγε τη Βασίλισσα, όχι το αντίθετο. Αλλά ο Γκάρεθ ήταν πεισματάρης, και μπορούσε μια χαρά να στυλώσει τα πόδια μέχρι να συμφωνήσει αυτή με την άποψή του. Γιατί τον σκέφτομαι; Μακάρι να ήταν εδώ. Ήταν γελοίο. Τον είχε διώξει επειδή της είχε αντιταχθεί· δεν θυμόταν συγκεκριμένα σε τι, μα αυτό δεν ήταν πια σημαντικό. Της είχε αντιταχθεί. Η Μοργκέις μόνο αμυδρά θυμόταν τα συναισθήματα που έτρεφε γι’ αυτόν, σαν να έλειπε χρόνια από κοντά της. Μα δεν μπορεί να ήταν τόσος καιρός, σωστά; Μην είσαι πεισματάρα!