Τα μάτια της έκλεισαν και αμέσως βυθίστηκε στον ύπνο, σε έναν ύπνο σκιασμένο από ταραγμένα όνειρα, στα οποία έβλεπε τον εαυτό της να το σκάει από κάτι που δεν μπορούσε να δει.
2
Ρουίντιαν
Ψηλά στην πόλη του Ρουίντιαν, ο Ραντ αλ’Θόρ ατένιζε από ένα ψηλό παράθυρο· μπορεί κάποτε να υπήρχε τζάμι, όμως είχε χαθεί από καιρό. Οι σκιές που έβλεπε χαμηλότερα έγερναν κοφτά προς τα ανατολικά. Μια άρπα βάρδου έπαιζε απαλά στο δωμάτιο πίσω του. Ο ιδρώτας εξατμιζόταν από το πρόσωπό του σχεδόν αμέσως μόλις κυλούσε· το κόκκινο μεταξωτό σακάκι του, μουσκεμένο ανάμεσα στους ώμους, κρεμόταν ανοιχτό σε μια απελπισμένη προσπάθεια του Ραντ να δροσιστεί και το πουκάμισό του ήταν λυμένο σχεδόν ως κάτω στο στήθος του. Η νύχτα της Ερημιάς του Άελ θα έφερνε κρύο και παγετό, όμως κατά τη διάρκεια της μέρας ακόμα και η αύρα δεν ήταν αρκετά δροσερή.
Έτσι όπως είχε τα χέρια πάνω από το κεφάλι στο λείο πέτρινο πλαίσιο του παραθύρου, τα μανίκια του σακακιού έπεφταν, αποκαλύπτοντας το μπροστινό μέρος της φιγούρας που κουλουριαζόταν γύρω από κάθε πήχη του· ένα έρπον, σπειροειδές πλάσμα με χρυσή χαίτη και μάτια σαν τον ήλιο, σε πορφυρά και χρυσά χρώματα, που κάθε πόδι του είχε πέντε χρυσά γαμψώνυχα. Ήταν μέρος της επιδερμίδας του, όχι τατουάζ· λαμπύριζαν σαν πολύτιμα μέταλλα και στιλβωμένα πετράδια κι έμοιαζαν σχεδόν ζωντανά στο φως του ήλιου που έγερνε. Για τους ανθρώπους που ζούσαν σε αυτήν την πλευρά της οροσειράς που ονομαζόταν Δρακότειχος ή Ραχοκοκαλιά του Κόσμου, τούτα τα πλάσματα τον σημάδευαν ως Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή. Και όπως οι ερωδιοί που ήταν στιγματισμένοι στις παλάμες του, τον σημάδευαν και για εκείνους, οι οποίοι βρίσκονταν πέρα από το Δρακότειχος επίσης, σύμφωνα με τις Προφητείες, ως τον Αναγεννημένο Δράκοντα. Και στις δύο περιπτώσεις οι προφητείες έλεγαν ότι θα ένωνε, θα έσωζε ― και θα κατέστρεφε.
Επρόκειτο για ονομασίες, τις οποίες θα απέφευγε αν μπορούσε, όμως είχε περάσει πια ο καιρός που είχε αυτή τη δυνατότητα, αν υποθετικά είχε υπάρξει ποτέ, και ο Ραντ δεν το σκεφτόταν πια. Ή, αν το σκεφτόταν σε κάποια σπάνια στιγμή, το έκανε με την αμυδρή νοσταλγία κάποιου που θυμάται ένα χαζό όνειρο των παιδικών του χρόνων. Λες και η παιδική του ηλικία ήταν τόσο μακρινή που δεν θυμόταν το κάθε λεπτό. Αντίθετα, προσπαθούσε να σκέφτεται μόνο ό,τι έπρεπε να κάνει. Το πεπρωμένο και το καθήκον τον έσπρωχναν στο δρόμο αυτόν σαν χαλινάρια καβαλάρη, μα δεν ήταν λίγες οι φορές που τον είχαν θεωρήσει πεισματάρη. Έπρεπε να φτάσει στο τέλος του δρόμου, αλλά, αν υπήρχε κι εναλλακτική διαδρομή προς τα κει, ίσως να μην ήταν αναγκαστικά το τέλος. Μα οι ελπίδες για κάτι τέτοιο ήταν ελάχιστες. Ανύπαρκτες, σχεδόν σίγουρα. Οι Προφητείες απαιτούσαν το αίμα του.
Το Ρουίντιαν απλωνόταν χαμηλά μπροστά του, καμένο από τον ανελέητο ήλιο που έγερνε προς τα τραχιά βουνά εκείνα, τα ζοφερά, που δεν είχαν σχεδόν ίχνος βλάστησης. Αυτή η σκληρή, σκασμένη γη, όπου οι άνθρωποι σκότωναν ή πέθαιναν για μια λακκούβα νερό τόσο μικρή, ώστε μπορούσαν να τη δρασκελίσουν, ήταν το τελευταίο μέρος στον κόσμο όπου θα πίστευε κανείς ότι υπήρχε μια λαμπρή πόλη. Οι ιδρυτές της πριν από τόσο καιρό δεν είχαν ολοκληρώσει το έργο τους. Η πόλη ήταν γεμάτη από απίστευτα ψηλά κτήρια, παλάτια με βαθμιδωτές ή μονοκόμματες πλευρές που μερικές φορές, ύστερα από οκτώ ή δέκα ορόφους, κατέληγαν όχι σε σκεπή αλλά στα αιχμηρά σαν αγκάθια ξύλα ενός μισοτελειωμένου ορόφου. Οι πύργοι ορθώνονταν ακόμα ψηλότερα, αλλά συχνά σταματούσαν απότομα σε οδοντωτές απολήξεις. Τώρα, πάνω από το ένα τέταρτο των επιβλητικών κτισμάτων, με τις ογκώδεις κολόνες και τα πελώρια παράθυρα από χρωματίσω γυαλί, κείτονταν σπέρνοντας συντρίμμια στις πλατιές λεωφόρους που είχαν πλατιές λωρίδες από χώμα στο κέντρο τους, χώμα που δεν είχε συναντήσει ποτέ τα δένδρα που πρόβλεπαν τα σχέδια. Τα θαυμαστά σιντριβάνια έστεκαν άνυδρα όπως εδώ και εκατοντάδες χρόνια. Τόσος άκαρπος κόπος και οι κατασκευαστές τελικά έσβησαν, με τη δουλειά τους ατελείωτη· όμως κατά καιρούς ο Ραντ πίστευε ότι η πόλη είχε αρχίσει να χτίζεται μόνο και μόνο για να τη βρει αυτός.
Παραείσαι περήφανος, σκέφτηκε. Θα ’πρεπε να ’ναι μισότρελος κανείς για να είναι τόσο περήφανος. Άθελά του άφησε ένα ξερό χαχανητό. Υπήρχαν και Άες Σεντάι ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες που είχαν έρθει εδώ πριν από τόσο καιρό και γνώριζαν τον Κύκλο της Κάρεδον, τις Προφητείες του Δράκοντα. Ή μπορεί να είχαν γράψει τις Προφητείες. Πολύ περήφανος στο δεκαπλάσιο.
Στην ευθεία από κάτω του βρισκόταν μια αχανής πλατεία, μισοσκεπασμένη από τις έρπουσες σκιές, γεμάτη από το συνονθύλευμα των αγαλμάτων και των κρυστάλλινων εδρών, παράξενα αντικείμενα με αλλόκοτα σχήματα από μέταλλο ή γυαλί ή πέτρα, πράγματα που δεν ήξερε καν το όνομά τους, σκορπισμένα φύρδην-μίγδην σε σωρούς σαν να τα είχε εναποθέσει εκεί καταιγίδα. Ακόμα και οι σκιές συγκριτικά φάνταζαν εντελώς αδιάφορες. Κάποιοι με κακοφτιαγμένα ρούχα —όχι Αελίτες― ιδρωκοπούσαν για να φορτώσουν σε άμαξες αντικείμενα που είχε διαλέξει μια λεπτή, λυγερή γυναίκα, ντυμένη σε άσπιλα γαλάζια μετάξια, η οποία πηγαινοερχόταν κομψά, με το κορμί της στητό, λες και η ζέστη δεν την κατέβαλλε όπως τους άλλους. Πάντως, και η γυναίκα φορούσε ένα υγρό βρεγμένο πανί δεμένο ολόγυρα στους κροτάφους της· απλώς δεν φανέρωνε ότι την ενοχλούσε ο ήλιος. Ο Ραντ θα έβαζε στοίχημα ότι η γυναίκα ούτε καν ίδρωνε.