Αρχηγός των εργατών ήταν ένας μελαψός, σωματώδης τύπος, ονόματι Χάντναν Καντίρ, ο οποίος υποτίθεται ήταν έμπορος, ντυμένος με κρεμ μετάξι από την κορφή ως τα νύχια, μουλιασμένο στον ιδρώτα αυτή τη μέρα. Σκούπιζε συνεχώς το πρόσωπό του με ένα μεγάλο μαντήλι και έβριζε με δυνατή φωνή τους άνδρες —ήταν οι οδηγοί των αμαξών του και οι φρουροί του― αλλά έσπευδε κι αυτός μαζί τους να τραβήξουν ό,τι έδειχνε η λεπτή γυναίκα, είτε ήταν μικρό είτε μεγάλο. Οι Άες Σεντάι δεν είχαν ανάγκη από υψηλό ανάστημα προκειμένου να επιβάλλουν τη θέληση τους, όμως, κατά τη γνώμη του Ραντ, η Μουαραίν θα συμπεριφερόταν με τον ίδιο τρόπο, ακόμα κι αν δεν είχε πάει ποτέ στον Λευκό Πύργο.
Δυο άνδρες προσπαθούσαν να μετακινήσουν κάτι που έμοιαζε με αλλόκοτο, στρεβλωμένο πλαίσιο πόρτας από κοκκινόπετρα· οι γωνίες του δεν ενώνονταν κανονικά και το βλέμμα αρνιόταν να ακολουθήσει τις ευθείες του. Έμενε ίσιο, στριφογύριζε απρόσκοπτα, αλλά δεν έλεγε να γείρει, όσο και να το έσπρωχναν. Ύστερα, ένας από τους άνδρες γλίστρησε και έπεσε μέσα στο πλαίσιο ως τη μέση. Το κορμί του Ραντ σφίχτηκε. Για μια στιγμή, ο άνθρωπος έμοιαζε να μην υπάρχει πάνω από τη μέση· τα πόδια του κλωτσούσαν άγρια στον πανικό του. Ώσπου ο Λαν, ένας ψηλός με ρούχα σε μουντές αποχρώσεις του πράσινου, πλησίασε με μεγάλες δρασκελιές και τον τράβηξε έξω πιάνοντάς τον από τη ζώνη. Ο Λαν ήταν ο Πρόμαχος της Μουαραίν, δεσμευμένος μαζί της με κάποιον τρόπο, τον οποίο ο Ραντ δεν καταλάβαινε, και ένας σκληροτράχηλος άνδρας, που οι κινήσεις του θύμιζαν Αελίτη, σαν λύκος που κυνηγούσε· το σπαθί στο πλευρό του δεν έμοιαζε απλώς μέρος του εαυτού του, ήταν. Έριξε τον εργάτη στο πλακόστρωτο με φόρα και τον άφησε εκεί· οι έντρομες κραυγές του άλλου υψώθηκαν αχνές προς τον Ραντ και οι σύντροφοί του έμοιαζαν έτοιμοι να το βάλουν στα πόδια. Μερικοί από τους άνδρες του Καντίρ που ήταν κοντά και είχαν δει τι έγινε, κοιτάζονταν μεταξύ τους σαν να αναρωτιούνταν αν θα τα κατάφερναν.
Η Μουαραίν εμφανίστηκε ανάμεσά τους τόσο γρήγορα, που ήταν λες και είχε χρησιμοποιήσει τη Δύναμη, καθώς πήγαινε από τον έναν άνδρα στον άλλο. Ο τρόπος της ήταν τέτοιος, ώστε ο Ραντ ήταν σαν να άκουγε τις ψυχρές, αυταρχικές οδηγίες να βγαίνουν από τα χείλη της, με τόση βεβαιότητα ότι θα τις υπάκουγαν και με την αντίθετη περίπτωση να μοιάζει ανόητη. Σύντομα κατέπνιξε την αντίστασή τους, διέλυσε τις αντιρρήσεις τους και τους έπεισε να ξαναπιάσουν δουλειά. Οι δύο εκείνοι με το πλαίσιο της πόρτας ξανάρχισαν να το σέρνουν και να το τραβούν εργατικά, παρ’ όλο που έριχναν συχνές ματιές στη Μουαραίν όταν νόμιζαν ότι δεν τους έβλεπε. Με το δικό της μοναδικό τρόπο, ήταν πιο σκληρή κι από τον Λαν.
Απ’ όσο ήξερε ο Ραντ, όλα αυτά τα αντικείμενα εκεί κάτω ήταν ανγκριάλ ή σα’ανγκριάλ ή τερ’ανγκριάλ και είχαν κατασκευαστεί πριν από το Τσάκισμα του Κόσμου προκειμένου να μεγεθύνουν τη Μία Δύναμη ή να τη χρησιμοποιούν με διάφορους τρόπους. Σίγουρα είχαν δημιουργηθεί με τη χρήση Δύναμης, αν και τώρα ακόμα και οι Άες Σεντάι δεν ήξεραν πώς να κατασκευάσουν τέτοιου είδους αντικείμενα. Ο Ραντ είχε κάτι παραπάνω από υποψίες για το σκοπό του στρεβλωμένου πλαισίου —μία πύλη για έναν άλλο κόσμο― μα για τα υπόλοιπα δεν είχε ιδέα. Κανείς δεν είχε ιδέα. Γι’ αυτό μοχθούσε τόσο σκληρά η Μουαραίν, για να πετύχει τη μεταφορά όσων περισσότερων μπορούσε στον Πύργο, ώστε να τα μελετήσουν. Ήταν πιθανόν ότι ακόμα και ο Πύργος δεν διέθετε τόσα αντικείμενα της Δύναμης, όσα κείτονταν εδώ στην πλατεία, αν και υποτίθεται ότι ο Πύργος είχε τη μεγαλύτερη συλλογή στον κόσμο. Ακόμα κι εκεί, ο Πύργος γνώριζε το σκοπό λίγων μόνο αντικειμένων.
Αυτά που ήταν στις άμαξες ή που πετιόνταν στο πλακόστρωτο δεν ενδιέφεραν τον Ραντ· είχε ήδη πάρει αυτό που χρειαζόταν από κει. Κατά μία έννοια, είχε ήδη πάρει κάτι παραπάνω απ’ αυτό που χρειαζόταν.
Στο κέντρο της πλατείας, κοντά στα αποκαΐδια ενός μεγάλου δένδρου ύψους τριάντα μέτρων, στεκόταν ένα μικρό δάσος από ψηλές γυάλινες κολόνες, που η καθεμιά τους ήταν ψηλή σαν δένδρο και τόσο λεπτή, που φαινόταν ότι η πρώτη ανεμοθύελλα θα τις σώριαζε κάτω. Ακόμα και τώρα, που οι σκιές είχαν αρχίσει να τις αγκαλιάζουν, οι κολόνες έπιαναν και αντανακλούσαν το φως με σπίθες και λαμπυρίσματα. Επί αναρίθμητα έτη οι άνδρες Αελίτες έμπαιναν σε κείνη τη κιονοστοιχία και επέστρεφαν σημαδεμένοι σαν τον Ραντ, αλλά μονάχα σε ένα χέρι, σημαδεμένοι ως αρχηγοί φατρίας. Ή έβγαιναν σημαδεμένοι ή δεν έβγαιναν καθόλου. Και οι γυναίκες επίσης έρχονταν σ’ αυτήν την πόλη, στο δρόμο που θα τις έκανε Σοφές. Κανένας άλλος δεν έμπαινε, κανένας που να έβγαινε ζωντανός. Ο άνδρας μπορεί να πάει στο Ρουίντιαν μια φορά, η γυναίκα δύο· το περισσότερο είναι θάνατος. Έτσι έλεγαν οι Σοφές και ήταν αλήθεια τότε. Τώρα ο καθένας μπορούσε να μπει στο Ρουίντιαν.