Выбрать главу

Εκατοντάδες Αελίτες τριγυρνούσαν στους δρόμους και ολοένα και περισσότεροι έβρισκαν κατοικίες στα κτήρια· κάθε μέρα, σε περισσότερες χωμάτινες λωρίδες των δρόμων εμφανίζονταν φασολιές ή κολοκυθιές ή ζεμάι, που τις πότιζαν με κόπο, μεταφέροντας νερό με πήλινα δοχεία από την πελώρια καινούρια λίμνη, η οποία γέμιζε τη νότια πλευρά της κοιλάδας, τη μοναδική αντίστοιχη έκταση νερού σ’ ολόκληρη εκείνη τη γη. Χιλιάδες είχαν κατασκηνώσει στα γύρω στρατόπεδα, ακόμα και στο ίδιο το Τσήνταρ, όπου μέχρι πρότινος έρχονταν μόνο τελετουργικά, για να στείλουν έναν μονάχα άνδρα ή γυναίκα κάθε φορά στο Ρουίντιαν.

Όπου κι αν πήγαινε ο Ραντ, έφερνε μαζί του την αλλαγή και τον όλεθρο. Αυτή τη φορά, έλπιζε κόντρα στα δεδομένα η αλλαγή αυτή να ήταν για καλό. Δεν ήταν αδιανόητο αυτό. Το καμένο δένδρο τον περιγελούσε. Το Αβεντεσόρα, το θρυλικό Δένδρο της Ζωής· οι ιστορίες δεν έλεγαν πού βρισκόταν, και ήταν μεγάλη έκπληξη η εμφάνιση του εδώ. Η Μουαραίν έλεγε ότι το δένδρο ζούσε ακόμα, ότι θα ξαναβλάσταινε, αλλά ως τώρα το μόνο που έβλεπε ο Ραντ ήταν ο καρβουνιασμένος κορμός και τα γυμνά κλωνάρια.

Αναστέναξε και από το παράθυρο στράφηκε προς το δωμάτιο, που ήταν μεγάλο, αν και όχι το μεγαλύτερο στο Ρουίντιαν, με μεγάλα παράθυρα σε δυο τοίχους και με θολωτό ταβάνι στολισμένο μ’ ένα φανταχτερό μωσαϊκό, το οποίο απεικόνιζε φτερωτούς ανθρώπους και ζώα. Τα περισσότερα έπιπλα που είχαν μείνει στην πόλη είχαν από καιρό σαπίσει, ακόμα και σ’ αυτήν την ξέρα, και από αυτά τα περισσότερα ήταν κατατρυπημένα από σκαθάρια και σκουλήκια. Αλλά στην απέναντι άκρη του δωματίου στεκόταν μια καρέκλα με ψηλή ράχη, ογκώδης και συμπαγής, που το επίχρυσο στρώμα της δεν είχε πάθει σχεδόν τίποτα, παράταιρη σε σύγκριση με το τραπέζι μπροστά της, ένα πλατύ έπιπλο με αδρά σμιλεμένα λουλούδια στα πόδια και τις άκρες του. Κάποιος είχε γυαλίσει το ξύλο με κερί και το είχε κάνει να λάμπει μουντά παρά τα χρόνια του. Του τα είχαν βρει οι Αελίτες, αν και κουνούσαν το κεφάλι βλέποντας τέτοια πράγματα· ελάχιστα δένδρο στην Ερημιά μπορούσαν να παράγουν ξύλο τόσο ίσιο και μακρύ για να φτιαχτεί η καρέκλα, και κανένα για να φτιαχτεί το τραπέζι.

Λυτή ήταν η μόνη επίπλωση, όπως την είχε κατά νου. Ένα φίνο μεταξωτό Ιλιανό χαλί, με γαλάζια και χρυσά χρώματα, λάφυρο κάποιας παμπάλαιας μάχης, σκέπαζε τα πορφυρά πλακάκια στο κέντρο του δαπέδου. Υπήρχαν μαξιλαράκια σκορπισμένα πάνω του, από λαμπερό μετάξι, με φούντες. Αυτά χρησιμοποιούσαν οι Αελίτες αντί για καρέκλες, όταν δεν κάθονταν απλώς στις φτέρνες, όσο άνετα θα καθόταν ο Ραντ σε μια μαλακή πολυθρόνα.

Έξι άνδρες έγερναν στα μαξιλαράκια στο χαλί. Έξι αρχηγοί φατρίας, ως εκπρόσωποι των φατριών που είχαν έρθει ως τώρα για να ακολουθήσουν τον Ραντ. Ή μάλλον, για να ακολουθήσουν Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή. Όχι πάντα με ενθουσιασμό. Του φαινόταν ότι ο Ρούαρκ, ένας γαλανομάτης με φαρδείς ώμους και πυκνές γκρίζες πινελιές στα άλικα μαλλιά του, ίσως τον ένιωθε λιγάκι φίλο του, αλλά οι υπόλοιποι όχι. Μόνο έξι από τους δώδεκα.

Ο Ραντ δεν ασχολήθηκε με την καρέκλα και κάθισε κάτω σταυροπόδι, αντίκρυ στους Αελίτες. Έξω από το Ρουίντιαν, οι μόνες καρέκλες στην Ερημιά ήταν οι καρέκλες των αρχηγών, που τις χρησιμοποιούσε κάθε αρχηγός μόνο για τρεις λόγους: για να ανακηρυχθεί αρχηγός φατρίας, για να αποδεχθεί την παράδοση ενός εχθρού με κάθε τιμή ή για να απονείμει δικαιοσύνη. Αν καθόταν στην καρέκλα με αυτούς τους άνδρες μπροστά του, θα σήμαινε ότι πήγαινε να κάνει κάτι απ’ αυτά.

Φορούσαν το καντιν’σόρ, σακάκια και φαρδιά παντελόνια σε αποχρώσεις του καφέ και του γκρίζου, που γίνονταν ένα με το έδαφος, και μαλακές μπότες με κορδόνια ως το γόνατο. Ακόμα κι εδώ, που συναντιούνταν με τον άνθρωπο, τον οποίο είχαν αναγορεύσει Καρ’α’κάρν, αρχηγό των αρχηγών, ο καθένας τους είχε ένα μαχαίρι με βαριά λεπίδα στη ζώνη και το γκριζοκαφέ σούφα τυλιγμένο γύρω από το λαιμό του· αν κάποιος σκέπαζε το κεφάλι με το μαύρο πέπλο που ήταν κομμάτι του σούφα, αυτό θα σήμαινε ότι ήταν έτοιμος να σκοτώσει. Κάτι τέτοιο δεν ήταν καθόλου απίθανο. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν πολεμήσει αλλήλους, σ’ έναν ατελείωτο κύκλο επιδρομών, μαχών και ερίδων μεταξύ των φατριών. Τώρα παρακολουθούσαν τον Ραντ, τον περίμεναν, όμως ο τρόπος που περίμεναν οι Αελίτες έλεγε ότι ήταν έτοιμοι να πηδήξουν πάνω, ξαφνικά και βίαια.