Ο Μπάελ, ο ψηλότερος άνθρωπος που είχε δει ποτέ του ο Ραντ, και ο Τζέραν, λιγνός σαν λεπίδα και γοργός σαν καμτσίκι, κάθονταν όσο πιο μακριά μπορούσαν ο ένας από τον άλλο σε κείνο το χαλί. Υπήρχε βεντέτα αίματος ανάμεσα στο Γκόσιεν Άελ του Μπάελ και το Σάαραντ Άελ του Τζέραν, που μπορεί να την είχε καταπνίξει Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή, αλλά που δεν είχε ξεχαστεί. Και ίσως να άντεχε ακόμα η Ειρήνη του Ρουίντιαν, παρά τα όσα είχαν συμβεί. Πάντως, οι γαλήνιοι ήχοι της άρπας έρχονταν σε έντονη αντίθεση με τη σκληρή άρνηση του Μπάελ και του Τζέραν να κοιταχτούν. Έξι ζευγάρια μάτια, γαλάζια ή πράσινα ή γκρίζα, σε πρόσωπα ψημένα από τον ήλιο· πλάι στους Αελίτες τα γεράκια έμοιαζαν ήμερα.
«Τι πρέπει να κάνω για να πάρω το Ρέυν με το μέρος μου;» είπε ο Ραντ. «Ήσουν σίγουρος ότι θα έρχονταν, Ρούαρκ».
Ο αρχηγός του Τάαρνταντ τον κοίταξε γαλήνια· το πρόσωπό του έμοιαζε σκαλισμένο στην πέτρα, τόσο ανέκφραστο. «Να περιμένεις. Μονάχα αυτό. Ο Ντηάρικ θα τους φέρει. Κάποια στιγμή».
Ο ασπρομάλλης Χαν, ξαπλωμένος δίπλα στον Ρούαρκ, στράβωσε το στόμα σαν να ήταν έτοιμος να φτύσει. Το τραχύ πρόσωπό του είχε μια ξινισμένη έκφραση, όπως συνήθως. «Ο Ντηάρικ έχει στείλει πάρα πολλούς άνδρες και Κόρες που κάθονται και κοιτάζουν επί μέρες και ύστερα πετάνε κάτω τα δόρατά τους. Τα πετάνε κάτω!»
«Και το βάζουν στα πόδια», πρόσθεσε ήσυχα ο Μπάελ. «Τους είδα με τα μάτια μου, μέσα στο Γκόσιεν, ακόμα και στη δική μου σέπτα, τους είδα να τρέχουν. Κι εσύ, Χαν, το έχεις δει μεταξύ των Τομανέλε. Όλοι το έχουμε δει. Δεν νομίζω ότι ξέρουν πού πάνε, ξέρουν μόνο από πού φεύγουν».
«Δειλά φίδια», γάβγισε ο Τζέραν. Πινελιές γκρίζου γέμιζαν τα ανοιχτοκάστανα μαλλιά του· δεν υπήρχαν νεαροί ανάμεσα στους αρχηγούς φατρίας των Αελιτών. «Βρωμοχιές που σέρνονται να γλιτώσουν από την ίδια τους τη σκιά». Μια μικρή κίνηση των γαλανών ματιών του προς την άλλη άκρη του χαλιού έδειξε ότι το έλεγε για όλους τους Γκόσιεν, όχι μόνο για εκείνους που είχαν πετάξει κάτω τα δόρατά τους.
Ο Μπάελ έκανε να σηκωθεί, και το πρόσωπό του σκλήρυνε κι άλλο, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, όμως ο διπλανός του τον έπιασε από τον ώμο να τον καθησυχάσει. Ο Μπρούαν, του Νακάι, ήταν μεγαλόσωμος και χειροδύναμος σαν δυο σιδεράδες μαζί, αλλά η γαλήνια φύση του έμοιαζε παράξενη για Αελίτη. «Όλοι έχουμε δει άνδρες και Κόρες να το βάζουν στα πόδια». Μιλούσε τεμπέλικα και την ίδια έκφραση μοιράζονταν και τα γκρίζα μάτια του, αλλά ο Ραντ ήξερε ότι η αλήθεια ήταν διαφορετική· ακόμα και ο Ρούαρκ θεωρούσε τον Μπρούαν επικίνδυνο πολεμιστή και πανούργο γνώστη θεμάτων τακτικής. Το ευτύχημα ήταν ότι κανείς, ούτε και ο Ρούαρκ ακόμα, δεν ήταν μεγαλύτερος υποστηρικτής του Ραντ από τον Μπρούαν. Όμως είχε έρθει να ακολουθήσει Εκείνον Που Έρχεται Με Την Αυγή· δεν ήξερε τον Ραντ αλ’Θόρ. «Το ίδιο κι εσύ, Τζέραν. Ξέρεις πόσο δύσκολο ήταν να αντικρίσουν αυτό που αντίκρισαν. Αν δεν θεωρείς δειλούς εκείνους που διάλεξαν το θάνατο, επειδή δεν μπορούσαν να το αντικρίσουν, γιατί να θεωρήσεις δειλούς εκείνους που διάλεξαν να το βάλουν στα πόδια;»
«Κακώς το έμαθαν», μουρμούρισε ο Χαν, σφίγγοντας το γαλάζιο μαξιλαράκι του με τις κόκκινες φούντες σαν να ήταν λαρύγγι εχθρού. «Ήταν μονάχα για εκείνους που μπορούσαν να μπουν στο Ρουίντιαν και να βγουν ζωντανοί».
Τα λόγια του δεν τα είχε απευθύνει σε κάποιον συγκεκριμένα, αλλά σίγουρα προορίζονταν για τα αυτιά του Ραντ. Ο Ραντ ήταν εκείνος που είχε φανερώσει σε όλους αυτό που μάθαινε κάποιος μόνο ανάμεσα στις γυάλινες κολόνες της πλατείας, που είχε φανερώσει τόσα πολλά, ώστε οι αρχηγοί και οι Σοφές δεν μπορούσαν να γυρίζουν την πλάτη όταν τους ρωτούσε ο κόσμος για τα υπόλοιπα. Αν υπήρχε Αελίτης στην Ερημιά που δεν ήξερε τώρα την αλήθεια, σίγουρα ανήκε σε όσους είχαν πάνω από μήνα να μιλήσουν με κάποιον.
Πολύ μακριά από τη λαμπρή κληρονομιά της μάχης, στην οποία πίστευαν οι περισσότεροι, οι Αελίτες είχαν ξεκινήσει ως ανήμποροι πρόσφυγες από το Τσάκισμα του Κόσμου. Φυσικά, όλοι όσοι είχαν επιζήσει τότε ήταν πρόσφυγες, όμως οι Αελίτες δεν θεωρούσαν ότι ήταν ανήμποροι. Και το χειρότερο, ήταν οπαδοί της Οδού του Φύλλου και αρνούνταν να ασκήσουν βία, ακόμα και για να υπερασπίσουν τη ζωή τους. Αελίτης σήμαινε “αφοσιωμένος” στην Παλιά Γλώσσα, και ήταν αφοσιωμένοι στην ειρήνη. Εκείνοι που σήμερα αυτοαποκαλούνταν Αελίτες ήταν οι απόγονοι εκείνων, οι οποίοι είχαν καταπατήσει ένα όρκο αμέτρητων γενεών. Μόνο ένα απομεινάρι εκείνης της πίστης ζούσε ακόμη: οι Αελίτες προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να πιάσουν σπαθί. Πάντα το θεωρούσαν ένα στοιχείο της περηφάνιας τους, αυτού που τους έκανε ξεχωριστούς από όσους ζούσαν έξω από την Ερημιά.