Выбрать главу

Προσωπικά, ο Ραντ σκεφτόταν ότι η Μουαραίν θα ήταν περήφανη γι’ αυτόν, το ίδιο και ο Θομ Μέριλιν. Ακόμα κι αν κανείς απ’ τους επτά δεν συνωμοτούσε εναντίον του αυτή τη στιγμή —σίγουρα, ούτε κι ο Ματ ακόμα δεν θα στοιχημάτιζε γι’ αυτό― οι άνθρωποι σε αυτές τις θέσεις μπορούσαν να κάνουν πολλά για να διαταράξουν αφανώς τα σχέδιά του, και θα το έκαναν, αν όχι για άλλο λόγο, τουλάχιστον από συνήθεια. Ή το είχαν ήδη κάνει. Τώρα, τους είχε ταρακουνήσει. Αν συνέχιζε να το κάνει αυτό, τότε θα άρχιζαν να παρακολουθούν ο ένας τον άλλο, και θα φοβούνταν τόσο μήπως παρακολουθούνταν και οι ίδιοι, ώστε δεν θα του προκαλούσαν μπελάδες. Ίσως μάλιστα έτσι, για αλλαγή, να τον υπάκουγαν αμέσως, δίχως να βρουν εκατό λόγους για τους οποίους τα πράγματα έπρεπε να γίνουν διαφορετικά από αυτό που ήθελε. Ε, ίσως να ζητούσε πολλά.

Η ικανοποίηση του χάθηκε μόλις αντίκρισε το σαρκαστικό χαμόγελο του Ασμόντιαν. Ακόμα χειρότερο ήταν το παγωμένο βλέμμα της Αβιέντα. Η Αβιέντα είχε πάει στην Πέτρα του Δακρύου· ήξερε ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι και γιατί τους είχε στείλει εδώ. Κάνω αυτό που πρέπει να κάνω, σκέφτηκε ξινά κι ευχήθηκε να μην ακουγόταν αυτό σαν δικαιολογία.

«Μέσα», είπε, πιο κοφτά απ’ όσο ήθελε, και οι επτά Υψηλοί Αρχοντες τινάχτηκαν, σαν να ξαναθυμούνταν ξαφνικά ποιος και τι ήταν.

Θέλησαν να κολλήσουν δίπλα του καθώς ανέβαινε τα σκαλιά, όμως, με εξαίρεση τον Μάιλαν για να δείχνει το δρόμο, οι Κόρες απλώς σχημάτισαν ένα συμπαγή κύκλο ολόγυρά του, και οι Υψηλοί Αρχοντες αποτέλεσαν την οπισθοφυλακή μαζί με τον Ασμόντιαν και με τους ελάσσονες άρχοντες. Η Αβιέντα ήταν δίπλα του, φυσικά, και η Σούλιν από την άλλη μεριά, με τη Σομάρα, τη Λαμέλ και την Ενάιλα ακριβώς πίσω του. Μπορούσαν να απλώσουν το χέρι και να τον αγγίξουν χωρίς να το τεντώσουν ολόκληρο. Έριξε μια ματιά όλο κατηγορία στην Αβιέντα κι εκείνη ύψωσε τα φρύδια μ’ ένα τέτοιο ερωτηματικό βλέμμα, που ο Ραντ σχεδόν πίστεψε ότι η Αβιέντα δεν είχε καμία σχέση μ’ αυτό. Σχεδόν.

Οι διάδρομοι του παλατιού ήταν άδειοι, εξαιρουμένων των υπηρετών με τις σκούρες λιβρέες, που υποκλίνονταν, κατεβάζοντας το στήθος σχεδόν ως τα γόνατα ή έκλιναν το γόνυ εξίσου βαθιά, στο πέρασμά του, αλλά, όταν μπήκε στη Μεγάλη Αίθουσα του Ήλιου, ανακάλυψε ότι οι Καιρχινοί ευγενείς δεν είχαν αποκλειστεί τελείως από το Παλάτι.

«Έρχεται ο Αναγεννημένος Δράκοντας», είπε με επισημότητα ένας ασπρομάλλης λίγο πιο μέσα από τις πελώριες επίχρυσες πόρτες, που ήταν στολισμένες με τον Ανατέλλοντα Ήλιο. Το κόκκινο σακάκι του είχε κεντημένα γαλάζια εξάκτινα άστρα, του ερχόταν κάπως φαρδύ μετά τον καιρό που είχε περάσει στην Καιρχίν, και μαρτυρούσε ότι ήταν ανώτερος υπηρέτης του Οίκου του Μάιλαν. «Υποδεχθείτε τον Άρχοντα Δράκοντα Ραντ αλ’Θόρ! Δόξα στον Άρχοντα Δράκοντα!»

Αμέσως ένας βρυχηθμός γέμισε την αίθουσα ως τον πολύεδρο θόλο του ταβανιού, πενήντα βήματα ψηλότερα. «Υποδεχθείτε τον Άρχοντα Δράκοντα Ραντ αλ’Θόρ! Δόξα στον Άρχοντα Δράκοντα! Το Φως να φωτίζει τον Άρχοντα Δράκοντα!» Η σιωπή που ακολούθησε, έμοιαζε δυο φορές πιο βαριά συγκριτικά.

Ανάμεσα σε ογκώδεις, τετράγωνες κολόνες από μάρμαρο με χοντρές φλέβες σε ένα τόσο βαθύ γαλάζιο χρώμα, σχεδόν μαύρο, στέκοναν περισσότεροι Δακρυνοί απ’ όσους περίμενε ο Ραντ, σειρές από Άρχοντες και Αρχόντισσες της Χώρας, φορώντας τα καλύτερα τους ρούχα, με βελούδινα γεισωτά καπέλα και με σακάκια με φουσκωτά, ριγέ μανίκια, με πολύχρωμες εσθήτες και δαντελένια κολάρα με φρου-φρου και στενά καπέλα με περίπλοκα κεντήματα ή με ραμμένα μαργαριτάρια ή μικρά πετράδια.

Πίσω τους ήταν οι Καιρχινοί, με σκούρα ενδύματα, με εξαίρεση τις διαγώνιες πινελιές χρωμάτων στο στήθος, και στις εσθήτες και στα σακάκια που έφταναν ως το γόνατο. Όσο περισσότερα ήταν τα χρώματα του Οίκου, τόσο ανώτερος ο βαθμός αυτού που τα φορούσε, αλλά άνδρες και γυναίκες με χρώμα από το λαιμό ως τη μέση ή και ακόμα χαμηλότερα στέκονταν πίσω από Δακρυνούς που ήταν φανερά κατώτερων Οίκων και φορούσαν ρούχα κεντημένα με κίτρινη κλωστή αντί για χρυσοκέντητα, και μαλλί αντί για μετάξι. Αρκετοί Καιρχινοί είχαν ξυριστεί και είχαν πουδράρει το μπροστινό μέρος του κεφαλιού πάνω από το μέτωπο· όλοι οι νεαροί.