Δεν κατάλαβε γιατί αυτοί που έρχονταν μπροστά του άρχισαν να ιδρώνουν και να γλείφουν τα χείλη τους, καθώς γονάτιζαν και γιατί έλεγαν κομπιάζοντας τα λόγια του όρκου. Αλλά βέβαια δεν μπορούσε να δει το παγωμένο φως που έλαμπε μέσα στα ίδια του τα μάτια.
48
Το Κόστος ενός Πλοίου
Η Νυνάβε τελείωσε το πρωινό της πλύσιμο, σκουπίστηκε και φόρεσε απρόθυμα μια καθαρή μεταξωτή καμιζόλα. Το μετάξι δεν ήταν δροσερό σαν το λινό, και, παρ’ όλο που ο ήλιος μόλις είχε σηκωθεί, η ζέστη μέσα στην άμαξα προμηνούσε άλλη μια μέρα καμίνι. Εκτός αυτού, το ρούχο ήταν τέτοιου τύπου, ώστε η Νυνάβε φοβόταν ότι θα της έπεφτε γύρω από τους αστραγάλους, αν ανάσαινε με λάθος τρόπο. Τουλάχιστον δεν ήταν υγρό από τον ιδρώτα της νύχτας, σαν το άλλο που είχε βγάλει.
Ενοχλητικά όνειρα είχαν βασανίσει τον ύπνο της, όνειρα με τη Μογκέντιεν, που την έκαναν να ξυπνά και να ορθώνεται στο κρεβάτι —αυτά ήταν καλύτερα από τα άλλα που δεν την έκαναν να ξυπνήσει — και όνειρα με την Μπιργκίτε, που της έριχνε βέλη και δεν αστοχούσε, όνειρα με τους οπαδούς του Προφήτη να ξεσπούν σε ταραχές στο θηριοτροφείο, άλλα, στα οποία έμενε αιχμάλωτη στη Σαμάρα, επειδή κανένα πλοίο δεν περνούσε, και άλλα, όπου έφτανε στο Σαλιντάρ και έβρισκε ότι επικεφαλής ήταν η Ελάιντα. Ή η Μογκέντιεν επίσης, κι εκεί. Όταν το είχε δει αυτό, είχε ξυπνήσει κλαίγοντας.
Όλα αυτά οφείλονταν στην ανησυχία, βεβαίως, κάτι αρκετά φυσικό. Είχαν κατασκηνώσει εκεί πέρα τρία βράδια χωρίς να φανεί ούτε πλοίο, τρεις καυτές μέρες που στεκόταν με τα μάτια δεμένα κόντρα σε κείνο τον καταραμένο τοίχο. Όλοι θα ταράζονταν, ακόμα και αν δεν ανησυχούσαν μήπως τους ζύγωνε η Μογκέντιεν. Αλλά βέβαια, παρ’ όλο που η Αποδιωγμένη ήξερε ότι η Νυνάβε και η παρέα της βρισκόταν σ’ ένα θηριοτροφείο, δεν σήμαινε ότι έπρεπε να τις βρει στη Σαμάρα. Υπήρχαν κι άλλα θηριοτροφεία στον κόσμο εκτός απ’ αυτά που είχαν συγκεντρωθεί εδώ. Όμως ήταν πιο εύκολο να σκέφτεται λόγους για να μην ανησυχεί, παρά πραγματικά να μην ανησυχεί.
Μα γιατί άραγε ανησυχούσα για την Εγκουέν; Βούτηξε ένα κλαδάκι σε ένα μικρό πιάτο με αλάτι και σόδα στο έπιπλο του νιπτήρα και άρχισε να καθαρίζει τα δόντια της με ζέση. Η Εγκουέν ξεφύτρωνε σχεδόν σ’ όλα τα όνειρά της και της έπιανε ψιλή κουβέντα, αλλά η Νυνάβε δεν καταλάβαινε τι δουλειά είχε η Εγκουέν εκεί.
Η αλήθεια ήταν ότι η αγωνία και η έλλειψη ύπνου δεν ήταν οι μόνοι λόγοι που δεν μιλιόταν σήμερα το πρωί. Υπήρχαν και άλλοι, ασήμαντα πραγματάκια, που όμως ήταν πραγματικά. Ένα πετραδάκι στο παπούτσι σου είναι μηδαμινό πράγμα σε σύγκριση με το να σε αποκεφαλίσουν, αλλά, αν το βότσαλο είναι υπαρκτό, και ο δήμιος πιθανώς να μην έρθει ποτέ...
Δεν ήταν δυνατόν να αποφύγει το είδωλό της, τα μαλλιά της που χύνονταν λυτά στους ώμους της, αντί να είναι σεμνά χτενισμένα σε πλεξούδα. Όσο και να τα βούρτσιζε, το φανταχτερό κόκκινο χρώμα δεν γινόταν λιγότερο απεχθές. Και ήξερε πολύ καλά ότι στο κρεβάτι πίσω της ήταν απλωμένο ένα γαλάζιο φόρεμα. Τόσο γαλάζιο, που θα ξάφνιαζε ακόμα και Μαστόρισσα, με χαμηλό ντεκολτέ, όπως η αρχική κόκκινη εσθήτα που κρεμόταν από ένα ξύλινο κρεμαστάρι. Γι’ αυτό είχε βάλει αυτή την καμιζόλα που κολλούσε επικίνδυνα πάνω της. Κατά τον Βάλαν Λούκα, ένα τέτοιο φόρεμα δεν ήταν αρκετό. Η Κλαρίν έφτιαχνε άλλα δύο, το ένα με χτυπητό κατακίτρινο χρώμα, και κάτι έλεγαν για ρίγες. Η Νυνάβε δεν ήθελε ούτε να ακούει για ρίγες.
Τουλάχιστον, ας με άφηνε να διαλέξω εγώ τα χρώματα, σκέφτηκε, κουνώντας με μανία το κλαδάκι, Ας άφηνε την Κλαρίν. Αλλά όχι, αυτός είχε τις δικές του ιδέες και δεν ρωτούσε. Ο Βάλαν Λούκα δεν ρωτούσε ποτέ. Οι χρωματικές επιλογές του μερικές φορές την έκαναν να ξεχάσει τα ντεκολτέ. Έπρεπε να του το πετάξω κατάμουτρα! Όμως ήξερε ότι δεν μπορούσε να του το πετάξει. Η Μπιργκίτε φορούσε αυτά τα φορέματα και επιδεικνυόταν χωρίς να κοκκινίζει. Δεν θύμιζε καθόλου τις ιστορίες που έλεγαν γι’ αυτήν! Όχι ότι η Νυνάβε θα φορούσε αδιαμαρτύρητα αυτό το χαζό φόρεμα επειδή το φορούσε η Μπιργκίτε. Δεν ανταγωνιζόταν με κανέναν τρόπο την άλλη γυναίκα. Απλώς... «Αν είναι να κάνεις κάτι», μούγκρισε, με το κλαδάκι στο στόμα, «τουλάχιστον πρέπει να το συνηθίσεις».