Выбрать главу

«Τι είπες;» ρώτησε η Ηλαίην. «Αν θες να πεις κάτι, τουλάχιστον βγάλ’ το αυτό από το στόμα σου. Ο ήχος είναι αηδιαστικός».

Η Νυνάβε σκούπισε το σαγόνι της και την αγριοκοίταξε πάνω από τον ώμο της. Η Ηλαίην καθόταν στο στενό κρεβάτι της με τα πόδια διπλωμένα και ανεβασμένα πάνω στα στρωσίδια κι έπλεκε τα βαμμένα μαύρα μαλλιά της. Ήδη είχε φορέσει το λευκό παντελόνι της, που ήταν γεμάτο πούλιες, και μια χιονόλευκη μεταξωτή μπλούζα με σούρες στο βαθύ ντεκολτέ. Πλάι της ήταν το πνιγμένο στις πούλιες λευκό σακάκι της. Λευκό. Είχε κι αυτή δύο κοστούμια για την παράσταση, με ένα τρίτο που φτιαχνόταν, όλα κατάλευκα, αν και όχι απλά. «Αν είναι να φοράς τέτοια ρούχα, Ηλαίην, μην κάθεσαι έτσι. Είναι απρεπές».

Η άλλη την αγριοκοίταξε βλοσυρά, αλλά κατέβασε τα πόδια της με τα γοβάκια στο πάτωμα. Και σήκωσε το σαγόνι με τον υπεροπτικό τρόπο της. «Λέω να κάνω μια βόλτα στην πόλη τώρα το πρωί», είπε ψυχρά, φτιάχνοντας ακόμα την πλεξούδα της. «Αυτή η άμαξα... με πλακώνει».

Η Νυνάβε ξέπλυνε το στόμα κι έφτυσε στο νιπτήρα. Δυνατά. Η άμαξα πράγματι έμοιαζε να μικραίνει τη μέρα. Μπορεί όντως να έπρεπε να μείνουν αθέατες όσο το δυνατόν περισσότερο —ήταν δική της η ιδέα και κόντευε να το μετανιώσει― αλλά η κατάσταση γινόταν γελοία. Ήταν τρεις μέρες κλεισμένη με την Ηλαίην, με εξαίρεση την ώρα που έβγαιναν για την παράσταση, και ένιωθε σαν να ήταν τρεις βδομάδες. Ή τρεις μήνες. Ποτέ πριν δεν είχε καταλάβει πόσο δηλητηριώδη γλώσσα είχε η Ηλαίην. Σίγουρα θα ερχόταν κάποιο πλοίο. Οποιουδήποτε είδους πλοίο. Θα έδινε και το τελευταίο νόμισμα που είχε κρυμμένο στην πλίνθινη εστία, και το τελευταίο κόσμημά της, οτιδήποτε, προκειμένου να ερχόταν πλοίο σήμερα. «Αποκλείεται να τραβούσες την προσοχή, σωστά; Αλλά ίσως σου χρειάζεται η άσκηση. Ή ίσως να είναι το πώς στρώνει αυτό το παντελόνι στους γοφούς σου».

Τα γαλάζια μάτια άστραψαν, αλλά το πηγούνι της Ηλαίην έμεινε υψωμένο και ο τόνος της ήταν πάλι ψυχρός. «Ονειρεύτηκα την Εγκουέν χθες το βράδυ και, αφού μίλησε για τον Ραντ και την Καιρχίν —αντίθετα από σένα, εγώ αγωνιώ για το τι συμβαίνει εκεί― είπε παρεμπιπτόντως ότι σιγά-σιγά γίνεσαι μια μέγαιρα που συνέχεια βάζει τις φωνές. Όχι ότι κατ’ ανάγκη πιστεύω κι εγώ το ίδιο. Εγώ θα έλεγα ψαράς».

«Για άκου να σου πω, κακότροπο μυξιάρικο! Αν δεν―» Αγριοκοιτάζοντάς την ακόμα, η Νυνάβε έκλεισε το στόμα και ανάσανε αργά. Με μεγάλο κόπο, ηρέμησε τη φωνή της. «Ονειρεύτηκες την Εγκουέν;» Η Ηλαίην ένευσε κοφτά. «Και μίλησε για τον Ραντ και την Καιρχίν;» Η άλλη κοίταξε το ταβάνι με μια επιτηδευμένη έκφραση αγανάκτησης και συνέχισε να φτιάχνει την πλεξούδα της. Η Νυνάβε πίεσε το χέρι της να ξεσφίξει τα φανταχτερά κόκκινα μαλλιά, πίεσε τον εαυτό της να μην σκέφτεται πια ότι έπρεπε να δώσει ένα μάθημα στοιχειώδους ευγένειας στην Κόρη-Διάδοχο του καμένου του Άντορ. Αν δεν έβρισκαν σύντομα πλοίο... «Αν μπορείς να βάλεις στο μυαλό σου κάτι άλλο, εκτός από το να αποκαλύψεις ακόμα περισσότερο τα πόδια σου, ίσως θα σε ενδιέφερε να μάθεις ότι ήταν και στα δικά μου όνειρα. Είπε ότι ο Ραντ πέτυχε λαμπρή νίκη στην Καιρχίν χθες».

«Μπορεί να αποκαλύπτω τα πόδια μου», γάβγισε η Ηλαίην, και τα μάγουλά της κοκκίνισαν λιγάκι, «τουλάχιστον όμως δεν επιδεικνύω το... Την ονειρεύτηκες κι εσύ;»

Δεν άργησαν να συγκρίνουν τι είχαν δει, αν και η Ηλαίην συνέχισε τα δηλητηριώδη σχόλια· η Νυνάβε είχε κάθε λόγο για να βάλει τις φωνές στην Εγκουέν, και η Ηλαίην μάλλον ονειρευόταν να παρελάσει μπροστά στον Ραντ με το όλο πούλιες κοστούμι της ή φορώντας ακόμα λιγότερα ρούχα. Της το είχε πει από καθαρή ειλικρίνεια. Έστω κι έτσι, σύντομα έγινε σαφές ότι η Εγκουέν είχε πει τα ίδια πράγματα στα όνειρα και των δύο τους, και αυτό δεν άφηνε μεγάλο περιθώριο για αμφιβολίες.

«Όλο έλεγε ότι ήταν στ’ αλήθεια εκεί», μουρμούρισε η Νυνάβε, «όμως εγώ νόμισα ότι ήταν απλώς μέρος του ονείρου». Η Εγκουέν τους έλεγε αρκετά συχνά ότι αυτό μπορούσε να γίνει, να μιλήσεις σε κάποιον στα όνειρα του, αλλά δεν είχε πει ποτέ ότι μπορούσε να το κάνει. «Γιατί να την πιστέψω; Θέλω να πω, είπε ότι επιτέλους είχε αναγνωρίσει πως ένα δόρυ που συνηθίζει να κρατά ο Ραντ είναι δημιούργημα Σωντσάν. Αυτό είναι εξωφρενικό».

«Φυσικά». Η Ηλαίην ύψωσε ένα φρύδι με ενοχλητικό τρόπο. «Όσο εξωφρενικό είναι το ότι βρήκαμε την Σεράντιν και τα σ’ρέντιτ της. Σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι Σωντσάν πρόσφυγες, Νυνάβε, και τα δόρατα είναι το πιο ασήμαντο απ’ όσα έχουν αφήσει πίσω τους».

Γιατί δεν μπορούσε να πει τίποτα χωρίς να πετάει αιχμές; «Πρόσεξα πόσο το πίστεψες εσύ».

Η Ηλαίην πέταξε την τελειωμένη πλεξούδα πάνω από τον ώμο της και μετά τίναξε πάλι το κεφάλι, για σιγουριά. «Ελπίζω να είναι καλά ο Ραντ». Η Νυνάβε ξεφύσηξε· η Εγκουέν είχε πει ότι θα χρειαζόταν πολλές μέρες ανάπαυσης ακόμα για να σταθεί στα πόδια του, αλλά ότι τον είχαν Θεραπεύσει. Η άλλη συνέχισε λέγοντας, «Κανένας δεν του έμαθε ότι δεν πρέπει να παρακουράζεται. Δεν ξέρει πως η Δύναμη μπορεί να τον σκοτώσει, αν αντλήσει πολλή, αν υφαίνει ενώ είναι κουρασμένος; Αυτά ισχύουν τόσο για μας όσο και γι’ αυτόν».