Выбрать главу

Ήθελε λοιπόν να αλλάξει θέμα, ε; «Ίσως να μην το ξέρει», της είπε γλυκά η Νυνάβε, «αφού δεν υπάρχει Λευκός Πύργος για άνδρες». Αυτό την έκανε να σκεφτεί κάτι άλλο. «Πιστεύεις ότι ήταν πράγματι ο Σαμαήλ;»

Η Ηλαίην, με τη σαρκαστική απάντηση έτοιμη στα χείλη, την αγριοκοίταξε λοξά και μετά αναστέναξε θυμωμένα. «Δεν έχει σημασία για μας, ε; Αυτό που πρέπει να σκεφτόμαστε είναι αν θα ξαναχρησιμοποιήσουμε το δαχτυλίδι. Για κάτι παραπάνω από συναντήσεις με την Εγκουέν. Υπάρχουν τόσα να μάθουμε. Όσο περισσότερα μαθαίνω, τόσο περισσότερο καταλαβαίνω πόσα δεν έχω μάθει ακόμα».

«Όχι». Η Νυνάβε μπορεί να μην περίμενε πως η Ηλαίην θα έβγαζε εκεί μπροστά της το τερ’ανγκριάλ δαχτυλίδι, αλλά έκανε αντανακλαστικά ένα βήμα προς την πλίνθινη εστία. «Όχι άλλα ταξίδια στον Τελ’αράν’ριοντ, για καμία από τις δυο μας, παρά μόνο για να συναντούμε την Εγκουέν».

Η Ηλαίην συνέχισε να μιλά, δείχνοντας να μην την είχε προσέξει. Λες και η Νυνάβε μιλούσε μόνη της. «Όχι ότι θα χρειαστεί να διαβιβάσουμε. Δεν θα προδοθούμε μ’ αυτόν τον τρόπο». Δεν κοίταξε τη Νυνάβε, αλλά η φωνή της είχε ένταση. Ισχυριζόταν ότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη Δύναμη, αν πρόσεχαν. Η Νυνάβε δεν ήξερε μάλιστα μήπως η Ηλαίην έκανε ακριβώς αυτό πίσω από την πλάτη της. «Πάω στοίχημα ότι, αν απόψε μια από μας επισκεφθεί την Πέτρα του Δακρύου, η Εγκουέν θα είναι εκεί. Σκέψου, αν μπορούσαμε να της μιλήσουμε εμείς στα δικά της όνειρα, δεν θα είχαμε να ανησυχούμε μήπως συναντούσαμε πια τη Μογκέντιεν στον Τελ’αράν’ριοντ».

«Νομίζεις ότι είναι εύκολο να το μάθει κανείς, ε;» ρώτησε ξερά η Νυνάβε. «Αν είναι έτσι, τότε γιατί δεν μας το δίδαξε; Γιατί δεν το έκανε νωρίτερα;» Αλλά δεν το έλεγε με την καρδιά της. Από τις δύο, αυτή ανησυχούσε για τη Μογκέντιεν. Η Ηλαίην ήξερε ότι η γυναίκα εκείνη ήταν επικίνδυνη, αλλά με τον τρόπο που ήξερε ότι μια οχιά είναι επικίνδυνη· η Ηλαίην το ήξερε, αλλά το δάγκωμα το είχε δεχτεί η Νυνάβε. Επίσης, η ικανότητα να επικοινωνούν δίχως να μπαίνουν στον Τελ’αράν’ριοντ θα ήταν πολύτιμη, κι όχι μόνο επειδή θα απέφευγαν τη Μογκέντιεν.

Εν πάση περιπτώσει, η Ηλαίην ακόμα δεν της έδινε σημασία. «Αναρωτιέμαι γιατί επέμενε να μην πούμε τίποτα σε κανέναν. Δεν έχει νόημα αυτό». Για μια στιγμή, δάγκωσε το κάτω χείλος της. «Υπάρχει κι άλλος λόγος για να της μιλήσουμε το συντομότερο δυνατόν. Δεν το κατάλαβα τότε, αλλά την τελευταία φορά που μου μίλησε, χάθηκε στα μισά της φράσης της. Αυτό που θυμάμαι τώρα είναι ότι, προτού χαθεί, ξαφνικά έδειξε έκπληκτη, φοβισμένη».

Η Νυνάβε πήρε μια βαθιά ανάσα και πίεσε τα χέρια στο στομάχι της, σε μια μάταια προσπάθεια να σταματήσει την αναγούλα που ένιωθε. Κατάφερε όμως να μιλήσει ήρεμα. «Η Μογκέντιεν;»

«Φως μου, όλο τα χαρούμενα σκέφτεσαι! Όχι. Αν η Μογκέντιεν μπορούσε να μπει στα όνειρά μας, νομίζω ότι τώρα πια θα το ξέραμε». Ένα μικρό τρέμουλο διέτρεξε το κορμί της Ηλαίην· είχε κάποια ιδέα για το πόσο επικίνδυνη ήταν η Μογκέντιεν. «Τέλος πάντων, δεν ήταν τέτοια ματιά. Φοβόταν, αλλά όχι και τόσο».

«Τότε ίσως να μην κινδυνεύει. Ίσως...» Η Νυνάβε κατέβασε με κόπο τα χέρια κι έσφιξε θυμωμένα τα χείλη της. Αλλά δεν ήξερε με ποια είχε θυμώσει.

Ήταν καλή ιδέα που έκρυβαν αμέσως το δαχτυλίδι, βγάζοντάς το μόνο για τις συναντήσεις με την Εγκουέν. Όντως. Αν τολμούσαν να μπουν στον Κόσμο των Ονείρων, θα έβρισκαν τη Μογκέντιεν, και ήταν κάτι παραπάνω από καλή ιδέα να την αποφεύγουν. Η Νυνάβε γνώριζε ήδη ότι η Μογκέντιεν ήταν ανώτερή της. Αυτή η σκέψη την έτρωγε, χειρότερα κάθε φορά που το σκεφτόταν, αλλά ήταν η απλή αλήθεια.

Τώρα όμως υπήρχε η πιθανότητα να χρειαζόταν η Εγκουέν βοήθεια. Μια μικρή πιθανότητα. Μπορεί να ήταν επιφυλακτική, και σωστά, απέναντι στη Μογκέντιεν, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι υποβάθμιζε αυτήν την πιθανότητα. Επίσης, ίσως ο Ραντ να είχε κι αυτός έναν Αποδιωγμένο να τον κυνηγά με τον ίδιο προσωπικό τρόπο που η Μογκέντιεν κυνηγούσε την ίδια και την Ηλαίην. Αυτά που τους ανέφερε η Εγκουέν, τόσο για την Καιρχίν όσο και για τα βουνά, έδειχναν έναν άνδρα που προκαλούσε έναν άλλο να παλέψουν. Η Νυνάβε βέβαια δεν μπορούσε να κάνει κάτι γι’ αυτό. Η Εγκουέν όμως...

Μερικές φορές της Νυνάβε της φαινόταν ότι είχε ξεχάσει το λόγο που είχε φύγει από τους Δύο Ποταμούς. Το είχε κάνει για να προστατεύσει μερικούς νεαρούς από το χωριό της, που είχαν πέσει στους ιστούς των Άες Σεντάι. Δεν ήταν πολύ νεότεροι από την ίδια —λίγα χρόνια μόνο― αλλά το χάσμα φαινόταν μεγαλύτερο όταν ήσουν η Σοφία του χωριού. Φυσικά, ο Κύκλος των Γυναικών στο Πεδίο του Έμοντ θα πρέπει τώρα πια να είχε διαλέξει μια καινούρια Σοφία, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι δεν ήταν το χωριό της Νυνάβε, ο λαός της. Στα μύχια της καρδιάς της, δεν σήμαινε ότι δεν ήταν η Σοφία τους. Όμως με κάποιον τρόπο, από κει που είχε ξεκινήσει να προστατεύσει τον Ραντ και την Εγκουέν και τον Ματ και τον Πέριν από τις Άες Σεντάι, είχε συνεχίσει, προσπαθώντας να τους βοηθήσει να επιζήσουν, και τελικά, χωρίς να συνειδητοποιεί πότε ή πώς, ακόμα κι αυτός ο στόχος είχε μεταμορφωθεί σε άλλες ανάγκες. Είχε μπει στον Λευκό Πύργο για να μάθει καλύτερα πώς να νικήσει τη Μουαραίν, και αυτό είχε γίνει μια καυτή επιθυμία να μάθει πώς να Θεραπεύει. Ακόμα και το μίσος της για τις Άες Σεντάι, επειδή ανακατεύονταν στις ζωές των ανθρώπων, συνυπήρχε με τη λαχτάρα της να γίνει και η ίδια μία από αυτές. Όχι ότι το ήθελε στ’ αλήθεια, αλλά ήταν ο μόνος τρόπος για να μάθει αυτά που ήθελε να μάθει. Όλα είχαν μπερδευτεί σαν τους ιστούς των Άες Σεντάι, είχε μπερδευτεί και η ίδια και δεν ήξερε πώς να ξεφύγει.