Выбрать главу

Είμαι ακόμα αυτή που ήμουν πάντα. Θα τους βοηθήσω, όσο μπορώ. «Απόψε», είπε μεγαλόφωνα, «θα χρησιμοποιήσω εγώ το δαχτυλίδι». Κάθισε στο κρεβάτι να βάλει τις κάλτσες της. Το χοντρό μαλλί δεν ήταν βολικό μ’ αυτή τη ζέστη, αλλά τουλάχιστον ένα μέρος του σώματός της θα ήταν ευπρεπώς ντυμένο. Γερές κάλτσες και γερά παπούτσια. Η Μπιργκίτε φορούσε μπροκάρ γοβάκια και αραχνοΰφαντες μεταξωτές κάλτσες, που έδειχναν εξαιρετικά δροσερές. Έδιωξε τη σκέψη από το νου της. «Μόνο και μόνο για να δω αν η Εγκουέν είναι πράγματι στην Πέτρα. Αν δεν είναι, θα επιστρέψω, και δεν θα ξαναχρησιμοποιήσουμε το δαχτυλίδι, παρά μόνο στην επόμενη κανονισμένη συνάντηση».

Η Ηλαίην την παρακολουθούσε, μ’ ένα προσηλωμένο βλέμμα που την έκανε να τραβήξει τις κάλτσες της με μεγάλη δυσφορία. Δεν έλεγε τίποτα, όμως το ανέκφραστο βλέμμα της υπαινισσόταν ότι η Νυνάβε ίσως έλεγε ψέματα. Έτσι το ένιωθε η Νυνάβε. Δεν τη βοηθούσε το γεγονός ότι μια σκέψη είχε πεταρίσει στα σύνορα του μυαλού της, ότι μπορούσε να μην βάλει το δαχτυλίδι να αγγίξει το δέρμα της όταν θα κοιμόταν· δεν υπήρχε βάσιμος λόγος να πιστεύουν ότι η Εγκουέν θα περίμενε απόψε στην Καρδιά της Πέτρας. Η σκέψη είχε φύγει άπιαστη, η Νυνάβε δεν είχε καθίσει να τη συλλογιστεί, αλλά είχε υπάρξει, και γι’ αυτό τώρα δεν μπορούσε να αντικρίσει το βλέμμα της Ηλαίην. Τι κι αν φοβόταν τη Μογκέντιεν; Ήταν συνετός ο φόβος, όσο κι αν δίσταζε να το παραδεχτεί.

Θα κάνω αυτό που πρέπει. Αγνόησε το ανακάτεμα που ένιωθε στο στομάχι της. Όταν πια κατέβασε την καμιζόλα πάνω από τις κάλτσες, ένιωθε μεγάλη βιασύνη να φορέσει το γαλάζιο φόρεμα και να βγει στη ζέστη, μόνο και μόνο για να γλιτώσει από τα μάτια της Ηλαίην.

Η Ηλαίην τη βοηθούσε να κουμπώσει τις σειρές των μικρών κουμπιών στην πλάτη και κόντευε να τελειώσει —μουρμουρίζοντας ότι κανένας δεν είχε βοηθήσει την ίδια· λες και χρειαζόταν βοήθεια για να βάλεις παντελόνι― όταν η πόρτα της άμαξας άνοιξε με πάταγο, αφήνοντας να μπει μέσα ένα κύμα ζεστού αέρα. Ξαφνιασμένη, η Νυνάβε αναπήδησε και σκέπασε τον κόρφο της και με τα δύο χέρια, προτού προλάβει να εμποδίσει την κίνηση. Όταν μπήκε μέσα η Μπιργκίτε αντί για τον Βάλαν Λούκα, η Νυνάβε προσποιήθηκε ότι έστρωνε το ντεκολτέ της.

Η Μπιργκίτε, σιάζοντας το πανομοιότυπο φόρεμά της από λαμπερό γαλάζιο μετάξι, τράβηξε τη χοντρή μελαχρινή πλεξούδα πάνω από το γυμνό ώμο της μ’ ένα χαμόγελο ικανοποίησης. «Αν θέλεις να τραβήξεις την προσοχή του κόσμου, άσ’ το στην ησυχία του. Είναι ολοφάνερο. Αρκεί να ανασαίνεις βαθιά». Της έκανε μια επίδειξη και μετά γέλασε με το κατσούφικο βλέμμα της Νυνάβε.

Η Νυνάβε προσπάθησε να κρατήσει τα νεύρα της. Αν και δεν ήξερε γιατί. Τώρα δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί ότι αρχικά ένιωθε τύψεις μ’ αυτό που είχε συμβεί. Ο Γκάινταλ Κέιν μάλλον θα χαιρόταν που είχε ξεφύγει απ’ αυτή τη γυναίκα. Και η Μπιργκίτε μπορούσε να χτενίζει τα μαλλιά της όπως ήθελε. Όχι ότι αυτό είχε σχέση με κάτι. «Ήξερα κάποια ίδια με σένα στους Δύο Ποταμούς, Μέριον. Η Κέιλ ήξερε όλους τους φρουρούς των εμπόρων με τα μικρά τους ονόματα και δεν είχε μυστικά από κανέναν τους».

Το χαμόγελο της Μπιργκίτε στένεψε. «Κι εγώ είχα γνωρίσει κάποτε μια γυναίκα σαν και σένα. Η Μαθίνα κοίταζε τους άνδρες αφ’ υψηλού και είχε βάλει να εκτελέσουν έναν φουκαρά που την είχε πετύχει τυχαία να κάνει μπάνιο γυμνή. Δεν την είχαν φιλήσει ποτέ, μέχρι τη στιγμή που ο Ζέρες της έκλεψε ένα φιλί. Έκανε, λες και ανακάλυπτε τους άνδρες για πρώτη φορά. Ξετρελάθηκε τόσο, που ο Ζέρες αναγκάστηκε να πάει να ζήσει στα βουνά για να της ξεφύγει. Πρόσεξε τον πρώτο άνδρα που θα σε φιλήσει. Κάποια στιγμή θα έρθει, δεν μπορεί».