Выбрать главу

Με τις γροθιές σφιγμένες, η Νυνάβε έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. Ή τουλάχιστον προσπάθησε. Με κάποιον τρόπο, η Ηλαίην ήταν ανάμεσά τους, με τα χέρια σηκωμένα.

«Σταματήστε τώρα αμέσως», είπε, κοιτώντας τες εναλλάξ με υπεροπτικό βλέμμα. «Η Λίνι πάντα έλεγε, “Η αναμονή κάνει τους άνδρες σαν τις αρκούδες στο στάβλο και τις γυναίκες σαν γάτες στο σακί”, αλλά εσείς οι δυο θα βάλετε τα νύχια μέσα τώρα αμέσως! Δεν θα το ανεχθώ άλλο πια!»

Προς έκπληξη της Νυνάβε, η Μπιργκίτε κοκκίνισε και μουρμούρισε μουτρωμένα μια συγγνώμη. Προς την Ηλαίην, φυσικά, αλλά ήταν έκπληξη το ότι είχε ζητήσει συγγνώμη. Η Μπιργκίτε είχε μείνει με την Ηλαίην από επιλογή —δεν υπήρχε λόγος να κρύβεται κι αυτή― αλλά ύστερα από τρεις μέρες η ζέστη την επηρέαζε όσο και την Ηλαίην. Η Νυνάβε έριξε το πιο παγερό βλέμμα της στην Κόρη-Διάδοχο. Είχε καταφέρει και φερόταν ήρεμα όσο περίμεναν, κλεισμένες μαζί —στ’ αλήθεια― όμως η Ηλαίην δεν δικαιούταν να μιλά.

«Λοιπόν», είπε η Ηλαίην με κείνο τον ψυχρό τόνο, «έχεις λόγο που χίμηξες μέσα σαν ταύρος, ή απλώς ξέχασες πώς να χτυπάς;»

Η Νυνάβε άνοιξε το στόμα της να πει κάτι για γάτες —απλώς μια ευγενική υπενθύμιση― αλλά η Μπιργκίτε την πρόλαβε, αν και μίλησε με πιο τεταμένη φωνή.

«Ο Θομ και ο Τζούιλιν γύρισαν από τη πόλη».

«Γύρισαν!» αναφώνησε η Νυνάβε, και η Μπιργκίτε την κοίταξε, προτού στραφεί πάλι στην Ηλαίην.

«Δεν τους είχες στείλει εσύ;»

«Όχι», είπε σκοτεινά η Ηλαίην.

Προτού η Νυνάβε προλάβει να πει κουβέντα, η Ηλαίην είχε πεταχτεί από την πόρτα, με την Μπιργκίτε κατά πόδας. Μόνο να τις ακολουθήσει μπορούσε, γκρινιάζοντας. Καλά θα έκανε η Ηλαίην να μην πίστευε ότι αυτή έδινε τις διαταγές. Η Νυνάβε ακόμα δεν την είχε συγχωρήσει που είχε αποκαλύψει τόσα πράγματα στους άνδρες.

Η κουφόβραση έξω έμοιαζε ακόμα χειρότερη, παρ’ όλο που ο ήλιος μόλις είχε βγει ψηλότερα από το μουσαμαδένιο τείχος γύρω από το θηριοτροφείο. Προτού καν κατέβει τη σκάλα, το μέτωπό της γέμισε ιδρώτα, αλλά αυτή τη φορά δεν έκανε γκριμάτσα.

Οι δύο άνδρες κάθονταν σε τρίποδα σκαμνάκια πλάι στη φωτιά, τα μαλλιά τους ήταν ανακατεμένα και τα σακάκια έμοιαζαν σαν να ’χαν κυλιστεί στο χώμα. Ένα κόκκινο ρυάκι έσταζε κάτω από ένα πανί, που ο Θομ πίεζε στο κεφάλι του, και κατηφόριζε πάνω από το απλωμένο, ξεραμένο αίμα που σκέπαζε το μάγουλό του και λέκιαζε το μακρύ, λευκό μουστάκι του. Πλάι στο μάτι του Τζούιλιν ξεπρόβαλλε ένα μελανό πρήξιμο, μεγάλο σαν αυγό χήνας· το ραβδί του από ανοιχτόχρωμο, αυλακωτό ξύλο, χοντρό σαν τον αντίχειρά του, το κρατούσε σ’ ένα χέρι που ήταν πρόχειρα τυλιγμένο μ’ ένα ματωμένο επίδεσμο. Το γελοίο κωνικό κόκκινο καπέλο του, που στεκόταν στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, έμοιαζε τσαλαπατημένο.

Από τους ήχους που έρχονταν από τους μουσαμαδένιους τοίχους, καταλάβαινες ότι οι αλογατάρηδες είχαν ήδη πιάσει δουλειά και καθάριζαν τα κλουβιά, και δίχως αμφιβολία η Σεράντιν ήταν μαζί με το σ’ρέντιτ της —οι άνδρες δεν τα ζύγωναν― όμως ακόμα δεν υπήρχε ιδιαίτερο σούσουρο γύρω από τις άμαξες. Ο Πέτρα κάπνιζε την πίπα του με το μακρύ επιστόμιο, ενώ βοηθούσε την Κλαρίν να ετοιμάσει το πρωινό τους. Δύο Τσαβάνα εξέταζαν ένα όργανο του εξοπλισμού τους μαζί με τη Μιούελιν, τη γυναίκα-κόμπο, ενώ οι άλλοι δύο φλυαρούσαν με τις δύο από τις έξι ακροβάτισσες που ο Λούκα είχε αποσπάσει με χρηματικά ανταλλάγματα από την παράσταση της Σίλια Σεράνο. Ισχυρίζονταν ότι ήταν αδελφές ονόματι Μουρασάκα, παρ’ όλο που μεταξύ τους διέφεραν σε εμφάνιση και σε χρώμα δέρματος πιο πολύ απ ’όσο οι Τσαβάνα. Από τις δύο που έστεκαν φορώντας πολύχρωμες μεταξωτές ρόμπες κοντά στον Μπρου και τον Τάερικ, η μία είχε γαλανά μάτια και σχεδόν λευκά μαλλιά, η άλλη δέρμα σκούρο σχεδόν όσο τα μάτια της. Όλοι οι άλλοι ήταν ήδη ντυμένοι για το πρώτο νούμερο της μέρας· οι άνδρες με το στέρνο γυμνό φορούσαν πολύχρωμα παντελόνια, η Μιούελιν αραχνοΰφαντο κόκκινο παντελόνι και στενό ασορτί γιλέκο, η Κλαρίν πράσινη μπλούζα με ψηλό γιακά και πούλιες.

Ο Θομ και ο Τζούιλιν τράβηξαν μερικά βλέμματα, αλλά ευτυχώς κανείς δεν θεώρησε αναγκαίο να έρθει να τους ρωτήσει αν ήταν καλά. Ίσως έφταιγε το ότι κάθονταν τόσο αξιολύπητοι εκεί, με τους ώμους καμπουριασμένους, το βλέμμα στο χώμα μπροστά στις μπότες τους. Σίγουρα ήξεραν ότι τους περίμενε άγρια κατσάδα. Η Νυνάβε αυτό σκόπευε να κάνει.

Η Ηλαίην όμως άφησε μια μικρή κραυγούλα βλέποντας τους και πήγε τρέχοντας να γονατίσει πλάι στον Θομ, με τον προηγούμενο θυμό της να εξανεμίζεται. «Τι έγινε; Αχ, Θομ, το κεφάλι σου. Σε πονάει πολύ, ε; Αυτό ξεπερνά τις ικανότητές μου. Η Νυνάβε θα σε πάρει μέσα να σε φροντίσει. Θομ, παραείσαι μεγάλος για να μπλέκεις σε τέτοιους καυγάδες».