Εκείνος προσπάθησε να τη διώξει αγανακτισμένος, ενώ κρατούσε την κομπρέσα στη θέση της. «Άφησέ με, παιδί μου. Έχω πάθει και χειρότερα πέφτοντας από το κρεβάτι. Κάνε πιο πέρα, επιτέλους».
Η Νυνάβε δεν σκόπευε να Θεραπεύσει τίποτα, παρ’ όλο που ήταν αρκετά θυμωμένη, ώστε να μπορεί. Στήθηκε μπροστά στον Τζούιλιν, με τις γροθιές στους γοφούς και ύφος που έλεγε να αφήσουν τις σαχλαμάρες και να της απαντήσουν αμέσως. «Πού το σκεφτήκατε να φύγετε κρυφά χωρίς να μου το πείτε;» Καλά θα έκανε να δείξει στην Ηλαίην ότι δεν είχε εκείνη το επάνω χέρι. «Αν σας είχαν κόψει το αυτί, αντί να τη γλιτώσετε μ’ ένα μαυρισμένο μάτι, πού θα ξέραμε τι σας συνέβη; Δεν υπήρχε λόγος να φύγετε. Κανένας λόγος! Για το πλοίο έχει κανονιστεί».
Ο Τζούιλιν σήκωσε το βλέμμα και την αγριοκοίταξε, σπρώχνοντας το καπέλο πιο μπροστά στο κεφάλι του. «Έχει κανονιστεί, ε; Γι’ αυτό οι τρεις σας αρχίσατε να τριγυρνάτε σαν―» Σταμάτησε, μόλις ο Θομ βόγκηξε δυνατά και ταλαντεύτηκε.
Όταν ο γερο-βάρδος είχε ησυχάσει την αναστατωμένη Ηλαίην, λέγοντας ότι τον είχε πιάσει απλώς μια περαστική ζαλάδα, ότι άντεχε ακόμα και σε επίσημο χορό να πάει —αφού είχε ρίξει και μια ματιά με νόημα στον Τζούιλιν, ελπίζοντας προφανώς ότι δεν θα την πρόσεχε η Ηλαίην― η Νυνάβε ξαναγύρισε το απειλητικό βλέμμα της στον μελαψό Δακρυνό, για να της πει τι εννοούσε λέγοντας ότι τριγυρνούσαν.
«Καλά που πήγαμε», της είπε εκείνος, με ένταση στη φωνή. «Η Σαμάρα είναι ένα σμάρι ασημόκαρφα γύρω από ένα κομμάτι ματωμένο κρέας. Ο όχλος σε κάθε δρόμο κυνηγά Σκοτεινόφιλους και όσους δεν θέλουν να δεχθούν τον Προφήτη ως τη μοναδική αληθινή φωνή του Αναγεννημένου Δράκοντα».
«Η αρχή έγινε πριν από τρεις περίπου ώρες κοντά στο ποτάμι», παρενέβη ο Θομ και παραδόθηκε στην Ηλαίην, που του καθάριζε το πρόσωπο μ’ ένα βρεγμένο πανί. Έμοιαζε να αγνοεί τα μουρμουρητά της, κάτι οπωσδήποτε δύσκολο, εφόσον η Νυνάβε την άκουγε καθαρά να λέει μεταξύ άλλων, «ανόητος γέρος» και «χρειάζεται κάποια να τον φροντίζει για να μη σκοτωθεί» με τόνο αγανακτισμένο όσο και τρυφερό. «Το πώς έγινε η αρχή, δεν το ξέρω. Άκουσα να κατηγορούν Άες Σεντάι, Λευκομανδίτες, Τρόλοκ, τους πάντες εκτός των Σωντσάν, και, αν ήξεραν το όνομα, θα τους κατηγορούσαν κι αυτούς». Μόρφασε όταν τον πίεσε η Ηλαίην. «Την τελευταία ώρα βρεθήκαμε προσωπικά ανακατεμένοι και δεν προλάβαμε να μάθουμε πολλά».
«Έχουν ανάψει φωτιές», είπε η Μπιργκίτε. Ο Πέτρα και η γυναίκα του την πρόσεξαν που έδειχνε και σηκώθηκαν για να κοιτάξουν κι αυτοί ανήσυχοι. Δύο μαύρες στήλες καπνού υψώνονταν πάνω από το μουσαμαδένιο τοίχο προς την κατεύθυνση της πόλης.
Ο Τζούιλιν σηκώθηκε και κοίταξε τη Νυνάβε κατάματα μ’ ένα σκληρό βλέμμα. «Είναι καιρός να φύγουμε. Ίσως ξεχωρίζουμε από τους άλλους αρκετά για να μας βρει η Μογκέντιεν, αλλά αμφιβάλλω· ο κόσμος τρέχει όπου μπορεί. Σε δυο ώρες δεν θα είναι δύο φωτιές, θα είναι πενήντα· τι καλό θα μας κάνει που την αποφύγαμε, αν μας έχει κάνει χίλια κομμάτια το πλήθος; Όταν διαλύσουν ό,τι διαλύεται μέσα στην πόλη, θα στραφούν στα θηριοτροφεία».
«Μη χρησιμοποιείς αυτό το όνομα», τον αποπήρε η Νυνάβε και κοίταξε την Ηλαίην με σμιγμένα τα φρύδια, αλλά εκείνη δεν την είδε. Ήταν πάντα λάθος να δίνεις πολλές πληροφορίες στους άνδρες. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Τζούιλιν είχε δίκιο, αλλά δεν μπορούσες να το παραδεχθείς αυτό αμέσως σ’ έναν άνδρα. «Θα σκεφτώ την πρότασή σου, Τζούιλιν. Δεν θα ήθελα να το βάλουμε άδικα στα πόδια, και μετά να μάθουμε ότι ήρθε πλοίο λίγο μετά την αναχώρησή μας». Αυτός την κοίταξε σαν να ήταν τρελή, και ο Θομ κούνησε το κεφάλι, παρ’ όλο που η Ηλαίην το κρατούσε ακίνητο για να του το πλύνει, αλλά μια μορφή που περνούσε ανάμεσα από τις άμαξες έκανε τη Νυνάβε να χαρεί. «Ίσως να ήρθε κιόλας».
Η ζωγραφισμένη καλύπτρα οφθαλμού του Ούνο και το χαρακωμένο πρόσωπό του, ο κότσος στην κορυφή του κεφαλιού και το σπαθί στην πλάτη του, έκαναν τον Πέτρα και τους Τσαβάνα να νεύσουν φιλικά, και τη Μιούελιν να ανατριχιάσει. Ερχόταν ο ίδιος προσωπικά κάθε απόγευμα, αν και χωρίς τίποτα να αναφέρει. Η παρουσία του τώρα πρέπει να σήμαινε ότι κάτι υπήρχε.
Όπως συνήθως, χαμογέλασε πλατιά στη Μπιργκίτε μόλις την είδε, κι έστρεψε το ορφανό μάτι του με ένα επιδεικτικό βλέμμα στον εκτεθειμένο κόρφο της, κι εκείνη, ως συνήθως, του ανταπέδωσε το χαμόγελο και τον κοίταξε αργά από την κορφή ως τα νύχια. Αυτή τη φορά όμως τη Νυνάβε δεν την ένοιαζε πόσο κατακριτέα ήταν η συμπεριφορά τους. «Υπάρχει πλοίο;»
Το χαμόγελο του Ούνο έσβησε. «Υπάρχει ένα καμ ― ένα πλοίο», είπε σκοτεινά, «αν μπορέσω να σας πάω εκεί ζωντανές».