Выбрать главу

«Ξέρουμε για τις ταραχές. Σίγουρα δεκαπέντε Σιναρανοί θα μπορέσουν να μας συνοδεύσουν με ασφάλεια».

«Ξέρεις για τις ταραχές», μουρμούρισε εκείνος, κοιτώντας τον Θομ και τον Τζούιλιν. «Που να κ― μήπως ξέρεις επίσης ότι οι άνθρωποι του Μασέμα πολεμούν στους δρόμους με τους Λευκομανδίτες; Ξέρεις ότι διέταξε τους ανθρώπους του να πάρουν την Αμαδισία με τη φωτιά και το σπαθί; Ήδη χιλιάδες έχουν περάσει τον καμ —ααα!― τον ποταμό».

«Μπορεί να είναι έτσι», είπε σταθερά η Νυνάβε, «αλλά περιμένω να κάνεις αυτό που είπες ότι θα κάνεις. Αν θυμάσαι, υποσχέθηκες ότι θα υπακούς σε μένα». Έδωσε λίγη έμφαση στη λέξη κι έριξε στην Ηλαίην μια ματιά με νόημα.

Εκείνη, προσποιούμενη ότι δεν την είδε, σηκώθηκε, με το ματωμένο πανί στο χέρι, στρέφοντας την προσοχή της στον Ούνο. «Ανέκαθεν μου έλεγαν ότι οι Σιναρανοί είναι από τους γενναιότερους στρατιώτες στον κόσμο». Η κοφτερή σαν ξυράφι φωνή της τώρα είχε γίνει όλο βασιλικό μετάξι και μέλι. «Ακουγα πολλές ιστορίες για τη γενναιότητα των Σιναρανών όταν ήμουν παιδί». Ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του Θομ, όμως το βλέμμα της έμεινε καρφωμένο στον Ούνο. «Ακόμα τις θυμάμαι. Ελπίζω να τις θυμάμαι πάντα».

Η Μπιργκίτε πλησίασε πιο κοντά και άρχισε να κάνει μασάζ στο λαιμό του Ούνο, ενώ τον κοίταζε κατάματα. Εκείνο το αγριεμένο μάτι στην καλύπτρα δεν φαινόταν να την ταράζει καθόλου. «Τρεις χιλιάδες χρόνια φρουρείτε τη Μάστιγα», είπε απαλά. Απαλά. Δυο μέρες είχε να μιλήσει έτσι στη Νυνάβε! «Τρεις χιλιάδες χρόνια, και ποτέ δεν κάνατε βήμα πίσω που να μην το ανταποδώσετε στο δεκαπλάσιο με το αίμα τους. Μπορεί να μην είναι εδώ το Ενκάρα ή το Σοράλε Στεπ, αλλά ξέρω τι θα κάνετε».

«Τι έκανες», μούγκρισε αυτός, «διάβασες όλες τις καμένες τις ιστορίες για τις καμένες τις Μεθόριες;» Αμέσως μόρφασε και κοίταξε τη Νυνάβε. Καλά έκανε που του είχε πει να προσέχει τη γλώσσα του. Δεν το δεχόταν εύκολα, αλλά δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να τον προλάβει να μην ξανακυλήσει, και η Μπιργκίτε κακώς την κοίταζε σμίγοντας τα φρύδια έτσι. «Μπορείς να τους μιλήσεις;» ρώτησε ο Ούνο τον Θομ και τον Τζούιλιν. «Είναι καμ― είναι ανόητες που θέλουν να το δοκιμάσουν».

Ο Τζούιλιν σήκωσε τα χέρια ψηλά και ο Θομ γέλασε δυνατά. «Έχεις γνωρίσει ποτέ σου γυναίκα που να ακούει τη φωνή της λογικής όταν δεν θέλει;» απάντησε ο βάρδος. Μούγκρισε, όταν η Ηλαίην του τράβηξε την κομπρέσα και άρχισε να σκουπίζει την πληγή στο κρανίο ίσως λιγάκι πιο δυνατά απ’ όσο χρειαζόταν.

Ο Ούνο κούνησε το κεφάλι. «Ας με κοροϊδέψουν, τι να κάνω. Αλλά άκου αυτό που σου λέω. Οι άνθρωποι του Μασέμα βρήκαν το πλοίο —Ρίβερσνεηκ, κάπως έτσι― μια ώρα μετά απ’ όταν έδεσε, αλλά το άρπαξαν οι Λευκομανδίτες. Έτσι άρχισε αυτός ο μικροκαυγάς. Τα κακά νέα είναι ότι οι Λευκομανδίτες ακόμα ελέγχουν τους μόλους. Το χειρότερο είναι ότι μπορεί ο Μασέμα να ξέχασε το πλοίο —πήγα να τον δω και δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα για πλοία· όλο λέει πως θέλει να κρεμάσει Λευκομανδίτες και να βάλει την Αμαδισία να γονατίσει μπροστά στον Άρχοντα Δράκοντα, ακόμα κι αν χρειαστεί να πυρπολήσει ολόκληρη τη χώρα για να το καταφέρει― αλλά δεν το είπε σ’ όλους τους δικούς του. Έχουν γίνει μάχες κοντά στο ποτάμι και μπορεί να επαναληφθούν. Θα είναι αρκετά δύσκολο να σας περάσουμε από τα μέρη που γίνονται ταραχές, αλλά, αν γίνεται μάχη στους μόλους, δεν υπόσχομαι τίποτα. Και δεν έχω ιδέα πώς να σας ανεβάσω σ’ ένα πλοίο που είναι στα χέρια των Λευκομανδιτών». Άφησε μια βαθιά ανάσα και σκούπισε τον ιδρώτα από το πρόσωπό του με τη ράχη του χαρακωμένου χεριού του. Ήταν φανερή στο πρόσωπό του η ένταση που του είχε προκαλέσει ένα ολόκληρο λογύδριο δίχως βλαστήμιες.

Η Νυνάβε ίσως να έπαιρνε πίσω αυτό που του είχε πει για τη γλώσσα του ― όμως είχε μείνει αποσβολωμένη. Πρέπει να ήταν σύμπτωση. Φως μου, ζήτησα πλοίο με κάθε τρόπο, αλλά δεν εννοούσα αυτό. Όχι αυτό! Δεν ήξερε γιατί την κοίταζαν τόσο ανέκφραστα η Ηλαίην και η Μπιργκίτε. Ήξεραν ό,τι ήξερε και η ίδια, και καμία δεν είχε αναφέρει αυτό το ενδεχόμενο. Οι τρεις άνδρες αντάλλαξαν ματιές, προφανώς νιώθοντας ότι κάτι έτρεχε, προφανώς χωρίς να ξέρουν τι, κάτι για το οποίο η Νυνάβε ευχαρίστησε το Φως. Ήταν πολύ καλύτερα όταν δεν ήξεραν τα πάντα.

Πρέπει να ήταν σύμπτωση.

Κατά κάποιον τρόπο, χάρηκε, βλέποντας έναν ακόμα άνδρα που περνούσε ανάμεσα από τις άμαξες· της έδινε την ευκαιρία να τραβήξει το βλέμμα της από την Ηλαίην και την Μπιργκίτε. Κατά έναν άλλο, η εικόνα του Γκάλαντ την έκανε να μουδιάσει.

Φορούσε απλά καφέ ρούχα και ένα ίσιο βελούδινο καπέλο, αντί για το συνηθισμένο λευκό μανδύα και τη στιλβωμένη πανοπλία, αλλά είχε ακόμα το σπαθί στο γοφό. Δεν είχε ξανάρθει στις άμαξες και το πρόσωπό του είχε δραματικά αποτελέσματα. Η Μιούελιν έκανε ασυναίσθητα ένα βήμα πιο κοντά του και οι δύο λεπτές ακροβάτισσες έγειραν μπροστά με το στόμα ανοιχτό. Οι Τσαβάνα ήταν σαν να μην υπήρχαν, και είχαν πάρει μια μουτρωμένη έκφραση γι’ αυτό. Ακόμα και η Κλαρίν έσιαξε το φόρεμά της, καθώς τον κοίταζε, ώσπου ο Πέτρα έβγαλε την πίπα από το στόμα και της είπε κάτι. Τότε εκείνη τον πλησίασε εκεί που καθόταν, γέλασε, του έπιασε το πρόσωπο και το ακούμπησε στον αφράτο κόρφο της. Αλλά τα μάτια της ακόμα ακολουθούσαν τον Γκάλαντ πάνω από το κεφάλι του συζύγου της.