Выбрать главу

Είχε ακούσει τους Αελίτες να λένε ότι, για να βρίσκονται εκεί, στην Ερημιά, σίγουρα είχαν διαπράξει κάποιο αμάρτημα. Τώρα ήξεραν ποιο ήταν. Οι άνδρες και οι γυναίκες που είχαν χτίσει το Ρουίντιαν και είχαν πεθάνει εκεί —εκείνοι, τους οποίους οι Αελίτες αποκαλούσαν Τζεν Άελ, φατρία που δεν ήταν φατρία, τις λίγες φορές που αναφέρονταν σ’ αυτούς― είχαν διαφυλάξει την πίστη τους στις Άες Σεντάι τον καιρό πριν από το Τσάκισμα. Ήταν δύσκολο να το δεχθείς, όταν ανέκαθεν το νόμιζες ψέμα.

«Έπρεπε να ειπωθεί», είπε ο Ραντ. Είχαν δικαίωμα να το μάθουν. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να ζουν μέσα στα ψέματα. Η ίδια η προφητεία τούς έλεγε ότι θα τους καταστρέψω. Και δεν μπορούσα να κάνω διαφορετικά. Το παρελθόν ήταν παρελθόν, είχε συμβεί· έπρεπε να τον νοιάζει το μέλλον. Κάποιοι απ’ αυτούς με αντιπαθούν και κάποιοι με μισούν που δεν γεννήθηκα ανάμεσά τους, παρ’ όλα αυτά όμως με ακολουθούν. Τους χρειάζομαι όλους. «Τι γίνεται με το Μιαγκόμα;»

Ο Έριμ, που ξάπλωνε ανάμεσα στον Ρούαρκ και τον Χαν, κούνησε το κεφάλι. Τα κάποτε λαμπερά, κόκκινα μαλλιά του ήταν σχεδόν κάτασπρα, όμως τα πράσινα μάτια του έκαιγαν όπως ενός νεαρού άνδρα. Τα μεγάλα χέρια του, πλατιά, μακριά και τραχιά, έλεγαν ότι και τα μπράτσα του επίσης ήταν γερά. «Ο Τίμολαν δεν λέει στα πόδια του πού να πηδήξουν, παρά μόνο μετά το άλμα».

«Όταν ο Τίμολαν ήταν νεαρός αρχηγός», είπε ο Τζέραν, «προσπάθησε να ενώσει τις φατρίες και δεν τα κατάφερε. Δεν θα του καλαρέσει που ήρθε επιτέλους κάποιος να πετύχει εκεί που αυτός απέτυχε».

«Θα έρθει», είπε ο Ρούαρκ. «Ο Τίμολαν δεν θεωρούσε ότι ήταν Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή. Και ο Τζάνγουιν θα φέρει το Σιάντε. Όμως θα περιμένουν. Πρώτα θα πρέπει να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα στο νου τους».

«Πρέπει να αποδεχτούν το ότι Εκείνος Που Έρχεται Με Την Αυγή είναι υδρόβιος», γάβγισε ο Χαν. «Χωρίς παρεξήγηση, Καρ’α’κάρν». Η φωνή του δεν είχε καθόλου δουλοπρέπεια· κανένας αρχηγός δεν ήταν βασιλιάς, ούτε και ο αρχηγός των αρχηγών. Στην καλύτερη περίπτωση, ήταν πρώτος μεταξύ ίσων.

«Στο τέλος θα έρθουν επίσης το Νταράυν και το Κοντάρα, νομίζω», είπε ήρεμα ο Μπρούαν. Και γρήγορα, ώστε να μην τραβήξει η σιωπή και γίνει λόγος για να χορέψουν τα δόρατα. Πρώτος μεταξύ ίσων στην καλύτερη περίπτωση. «Απ’ αυτή τη μελαγχολία έχουν χάσει περισσότερους απ’ όσους οι άλλες φατρίες». Έτσι είχε καταλήξει να λέγεται το διάστημα που κάποιος καθόταν και ατένιζε ώρες πολλές προτού το σκάσει για να μην είναι πια Αελίτης. «Προς το παρόν, τη Μαντελαίν και τον Ιντίριαν τους απασχολεί να διατηρήσουν ενωμένες τις φατρίες τους, κι επίσης θα θέλουν και οι δύο να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τους Δράκοντες στα χέρια σου, αλλά θα έρθουν».

Έτσι έμενε να συζητήσουν μόνο για μια φατρία, εκείνη την οποία κανένας από τους αρχηγούς δεν ήθελε να αναφέρει. «Τι νέα υπάρχουν για τον Κουλάντιν και το Σάιντο;» ρώτησε ο Ραντ.

Του απάντησε η σιωπή, που την τάραζαν μονάχα οι απαλοί, γαλήνιοι ήχοι της άρπας στο βάθος, καθώς ο καθένας περίμενε τον άλλο να μιλήσει και όλοι έδειχναν, για τα δεδομένα των Αελιτών, δυσφορία. Ο Τζέραν κοίταξε το νύχι του, σουφρώνοντας τα φρύδια, και ο Μπρούαν έπαιζε με τις ασημένιες φούντες στο πράσινο μαξιλαράκι του. Ακόμα και ο Ρούαρκ μελετούσε ενδελεχώς το χαλί.

Μέσα στη σιγή, άνδρες και γυναίκες με άσπρες ρόμπες και κινήσεις όλο χάρη ήρθαν κι έβαλαν κρασί σε δουλεμένα με ασήμι κύπελλα, που τα άφησαν πλάι στους άνδρες, κι έφεραν μικρά ασημένια πιατάκια με ελιές, οι οποίες σπάνιζαν στην Ερημιά, και άσπρο τυρί από προβατίσιο γάλα και ανοιχτόχρωμους, ζαρωμένους ξηρούς καρπούς, που οι Αελίτες ονόμαζαν πεκάρα. Τα πρόσωπα των Αελιτών μέσα στις λευκές κουκούλες κοίταζαν με χαμηλωμένα μάτια και μια ασυνήθιστη ταπεινότητα στο πρόσωπό τους.

Είτε είχαν αιχμαλωτιστεί στη μάχη είτε σε επιδρομή, οι γκαϊ’σάιν είχαν ορκιστεί να υπηρετούν υπάκουα για ένα χρόνο και μια μέρα, χωρίς να πιάσουν στο χέρι όπλο, χωρίς να ασκήσουν βία, και στο τέλος επέστρεφαν στη φατρία και τη σέπτα τους σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ήταν μια παράξενη παραφθορά της Οδού του Φύλλου. Ήταν κάτι που το απαιτούσε το τζι’ε’τόχ, και το να καταπατήσει το τζι’ε’τόχ ήταν σχεδόν το χειρότερο που μπορούσε να κάνει ένας Αελίτης. Ίσως το χειρότερο. Πιθανόν κάποιοι απ’ αυτούς εδώ να σέρβιραν τώρα τον αρχηγό της φατρίας τους, αλλά κανένας δεν θα το έδειχνε, ούτε καν με βλεφάρισμα του ματιού, όσο διαρκούσε η περίοδος του γκαϊ’σάιν, ακόμα κι αν ήταν ο γιος του ή η κόρη του.