Η Νυνάβε, με τη διάθεση που είχε, δεν επηρεαζόταν από ένα ωραίο πρόσωπο, και η ανάσα της σχεδόν δεν έγινε πιο κοφτή. «Εσύ ήσουν, ε;» τον ρώτησε επιτακτικά, προτού καν την πλησιάσει. «Εσύ άρπαξες το Ρίβερσνεηκ, σωστά; Γιατί;»
«Το Ριβερσέρπεντ», τη διόρθωσε αυτός, κοιτώντας την απορημένος. «Μου ζήτησες να σου βρω πλοίο».
«Δεν σου ζήτησα να ξεκινήσεις ταραχές!»
«Ταραχές;» παρενέβη η Ηλαίην. «Πόλεμο. Εισβολή. Όλα άρχισαν γι’ αυτό το πλοίο».
Ο Γκάλαντ απάντησε γαλήνια, «Έδωσα στη Νυνάβε το λόγο μου, αδελφή μου. Το πρώτο μου καθήκον είναι να σε δω να ξεκινάς με ασφάλεια προς το Κάεμλυν. Και η Νυνάβε, φυσικά. Τα Τέκνα κάποια στιγμή θα αναγκάζονταν να πολεμήσουν αυτόν τον Προφήτη».
«Δεν μπορούσες απλώς να μας πεις ότι ήρθε το πλοίο;» ρώτησε κουρασμένα η Νυνάβε. Αχ, αυτοί οι άνδρες και ο λόγος της τιμής τους. Ήταν κάτι αξιέπαινο κάποιες φορές, αλλά κακώς δεν είχε ακούσει την Ηλαίην, όταν της έλεγε ότι ο Γκάλαντ θα έκανε αυτό που θεωρούσε σωστό, όποιος κι αν πληγωνόταν.
«Δεν ξέρω για ποιο λόγο ήθελε ο Προφήτης το πλοίο, αλλά αμφιβάλλω αν το ήθελε για να σου προσφέρει πέρασμα στον ποταμό». Η Νυνάβε μόρφασε. «Εκτός αυτού, πλήρωσα στον καπετάνιο τα ναύλα σου ενώ ακόμα ξεφόρτωνε το φορτίο του. Άφησα δυο άνδρες να προσέχουν μήπως ξεκινήσει χωρίς εσένα, και μια ώρα μετά ο ένας ήρθε να μου πει ότι ο άλλος είχε σκοτωθεί και ότι ο Προφήτης είχε πάρει το πλοίο. Δεν καταλαβαίνω γιατί ταράζεσαι. Ήθελες πλοίο, χρειαζόσουν πλοίο, και σου το βρήκα». Ο Γκάλαντ, σμίγοντας τα φρύδια, απευθύνθηκε στον Θομ και στον Τζούιλιν. «Τι έχουν πάθει αυτές; Γιατί όλο κοιτάζονται μεταξύ τους;»
«Γυναίκες», είπε απλά ο Τζούιλιν, και για τον κόπο του έφαγε μια σφαλιάρα στο πίσω μέρος του κεφαλιού από την Μπιργκίτε. Γύρισε και την αγριοκοίταξε.
«Οι αλογόμυγες τσιμπάνε άσχημα», του είπε αυτή χαμογελώντας, και η άγρια ματιά του έγινε αβέβαιη καθώς έστρωνε το καπέλο του.
«Μπορούμε να κάτσουμε όλη μέρα να συζητάμε το σωστό και το λάθος», είπε ξερά ο Θομ, «ή μπορούμε να πάρουμε αυτό το πλοίο. Τα ναύλα είναι πληρωμένα και τώρα ο καπετάνιος αποκλείεται να δώσει τα λεφτά πίσω».
Η Νυνάβε μόρφασε ξανά. Μ’ όποιο νόημα κι αν το. είχε πει, αυτή το είχε εννοήσει με το δικό της τρόπο.
«Ίσως δυσκολευτούμε να φτάσουμε στο ποτάμι», είπε ο Γκάλαντ. «Φόρεσα τέτοια ρούχα επειδή τα Τέκνα αυτή τη στιγμή δεν είναι πολύ αγαπητά στη Σαμάρα, όμως οι όχλοι μπορεί να επιτεθούν στον οποιονδήποτε». Κοίταξε με αμφιβολία τον Θομ, με τα λευκά μαλλιά και τα μακριά λευκά μουστάκια του, και τον Τζούιλιν κάπως πιο σίγουρα —ακόμα κι έτσι ταλαιπωρημένος, ο Δακρυνός φαινόταν δυνατός και σκληροτράχηλος― και μετά στράφηκε στον Ούνο. «Πού είναι ο φίλος σου; Θα μας φανεί χρήσιμο άλλο ένα σπαθί, μέχρι να φτάσουμε στους άνδρες μου».
Ο Ούνο πήρε ένα δολοφονικό χαμόγελο. Προφανώς δεν συμπαθούνταν τώρα περισσότερο απ’ όσο σε κείνη την πρώτη συνάντησή τους. «Εδώ γύρω. Και μπορεί να ’χω έναν-δυο ακόμα. Θα τις πάω ως το πλοίο, αν μπορέσετε να το κρατήσετε εσείς οι Λευκομανδίτες. Ακόμα κι αν δεν μπορέσετε».
Η Ηλαίην άνοιξε το στόμα, όμως η Νυνάβε βιάστηκε να μιλήσει. «Φτάνει πια, το λέω και για τους δύο!» Η Ηλαίην θα άρχιζε πάλι τα γλυκά λογάκια της. Μπορεί να έφερναν αποτέλεσμα, όμως η Νυνάβε ήθελε να ξεσπάσει. Σε κάτι, οτιδήποτε. «Πρέπει να κινηθούμε γρήγορα». Έπρεπε να είχε σκεφτεί τι μπορεί να συμβεί όταν βάλεις δυο τρελούς να πετύχουν τον ίδιο στόχο. «Ούνο, μάζεψε τους υπόλοιπους ανθρώπους σου, όσο πιο γρήγορα μπορείς». Αυτός προσπάθησε να της πει ότι περίμεναν στην άλλη μεριά του θηριοτροφείου, αλλά εκείνη συνέχισε ακάθεκτη. Ήταν τρελοί, και οι δύο. Όλοι οι άνδρες ήταν τρελοί! «Γκάλαντ, εσύ―»
«Σηκωθείτε και μαζευτείτε!» Η φωνή του Λούκα έκοψε τα λόγια της, καθώς έτρεχε ανάμεσα στις άμαξες, κουτσαίνοντας, με μια μεγάλη μελανιά στο πλάι του κεφαλιού του. Η πορφυρή κάπα του ήταν λερωμένη και σχισμένη. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο Θομ κι ο Τζούιλιν δεν ήταν οι μόνοι που είχαν μπει στην πόλη. «Μπρου, πες στους αλογατάρηδες να ζέψουν τα άλογα! Θα πρέπει να εγκαταλείψουμε το μουσαμά», είπε, κάνοντας μια γκριμάτσα, «αλλά θέλω σε μια ώρα να έχουμε ξεκινήσει! Αντάγια, Κούαν, πάρτε τις αδελφές σας! Ξυπνήστε όποιον κοιμάται ακόμα και, αν πλένονται, πείτε τους να ντυθούν άπλυτοι ή να έρθουν γυμνοί! Βιαστείτε, εκτός αν θέλετε να χαιρετήσετε τον Προφήτη και να πάτε σηκωτοί στην Αμαδισία! Ο Τσιν Ακίμα έχασε το κεφάλι του, μαζί με τους μισούς καλλιτέχνες του, ενώ μαστίγωσαν τη Σίλια Σεράνο και καμιά ντουζίνα δικούς της, επειδή καθυστερούσαν πολύ! Κουνηθείτε!» Μέχρι να τα πει αυτά, όλοι εκεί, εκτός απ’ όσους ήταν γύρω από την άμαξα της Νυνάβε, είχαν αρχίσει να τρέχουν.