Ο Λούκα βράδυνε το χωλό του βήμα όταν πλησίασε, κοιτώντας επιφυλακτικά τον Γκάλαντ. Και τον Ούνο επίσης, αν και τον μονόφθαλμο τον είχε ξαναδεί δυο φορές. «Νάνα, θέλω να μιλήσουμε», είπε χαμηλόφωνα. «Μόνοι μας».
«Δεν θα έρθουμε μαζί σου, αφέντη Λούκα», του είπε αυτή.
«Μόνοι μας», της είπε, αρπάζοντάς την από το χέρι, και την τράβηξε απόμερα.
Η Νυνάβε κοίταξε πίσω για να πει στους άλλους να μην αναμιχθούν ― και βρήκε ότι δεν χρειαζόταν. Η Ηλαίην και η Μπιργκίτε έτρεχαν στο μουσαμαδένιο τοίχο που περιέκλειε το θηριοτροφείο, και οι τέσσερις άνδρες, ρίχνοντας μόνο μερικές ματιές σ’ αυτήν και τον Λούκα, το είχαν ρίξει στη συζήτηση. Ξεφύσηξε δυνατά. Άνδρες να σου πετύχουν, που έβλεπαν να τραβάνε με τη βία μια γυναίκα χωρίς να κάνουν τίποτα.
Τράβηξε το χέρι της και συνέχισε να περπατά πλάι στον Λούκα, ενώ τα μεταξωτά φουστάνια της άφηναν ένα δυνατό θρόισμα που έδειχνε τη δυσαρέσκειά της. «Φαντάζομαι ότι θα θέλεις τα λεφτά σου, τώρα που φεύγουμε. Θα τα πάρεις λοιπόν. Εκατό χρυσά μάρκα. Αν και νομίζω ότι πρέπει να κόψεις κάτι για την άμαξα και τα άλογα που αφήνουμε πίσω. Και για τα κέρδη που φέραμε. Αυξήσαμε τον αριθμό των πελατών σου. Η Μορέλιν και ο Τζούιλιν που υψοπερπατούσαν, εγώ με τα βέλη, ο Θομ―»
«Νομίζεις ότι θέλω το χρυσάφι, κυρά μου;» ρώτησε εκείνος απότομα, γυρνώντας προς το μέρος της. «Αν το ήθελα, θα το ζητούσα από τη μέρα που πρωτοπεράσαμε το ποτάμι. Το ζήτησα; Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί όχι;»
Άθελά της, έκανε ένα βήμα πίσω και σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της. Κι αμέσως ευχήθηκε να μην το είχε κάνει· αυτή η στάση τόνιζε και με το παραπάνω αυτό που άφηνε εκτεθειμένο. Από πείσμα, δεν άλλαξε θέση στα χέρια της —δεν ήθελε να του δώσει την εντύπωση ότι ήταν ταραγμένη, ειδικά αφού ήταν― όμως η έκπληξη ήταν ότι τα μάτια του έμειναν καρφωμένα στα δικά της. Μπορεί να ήταν άρρωστος. Ποτέ άλλοτε δεν απέφευγε να κοιτάξει τον κόρφο της και, αν ο Βάλαν Λούκα δεν ενδιαφερόταν ούτε για κόρφους ούτε για χρυσάφι... «Αν δεν είναι για το χρυσάφι, τότε γιατί θες να μιλήσουμε;»
«Σ’ όλο το δρόμο γυρνώντας από την πόλη», είπε εκείνος αργά, ακολουθώντας την, «σκεφτόμουν ότι τώρα πια θα φύγετε». Αυτή αρνήθηκε να οπισθοχωρήσει κι άλλο, ακόμα κι όταν αυτός κατέληξε να ορθωθεί πάνω της και να χαμηλώσει το βλέμμα με προσήλωση. Τουλάχιστον ακόμα κοίταζε το πρόσωπό της. «Δεν ξέρω από πού το σκας, Νάνα. Μερικές φορές, σχεδόν πιστεύω το παραμύθι σας. Η Μορέλιν σίγουρα έχει έναν αέρα αριστοκράτισσας πάνω της, αν μη τι άλλο. Όμως εσύ δεν ήσουν ποτέ υπηρέτρια αρχόντισσας. Τις τελευταίες μέρες, νόμιζα ότι θα σας δω να κυλιέστε στο χώμα και να ξεριζώνετε η μια τα μαλλιά της άλλης, Κι ότι μπορεί να έμπαινε και η Μέριον στον αγώνα». Πρέπει να είχε διακρίνει κάτι στην έκφρασή της, γιατί ξερόβηξε και συνέχισε να μιλά γοργά. «Το θέμα είναι ότι μπορώ να βρω κάποια άλλη για να τη σημαδεύει η Μέριον. Ουρλιάζεις τόσο όμορφα, που όλοι θα πίστευαν ότι είσαι πράγματι τρομαγμένη, αλλά―» Ξερόβηξε ξανά, ακόμα πιο βιαστικά, και αποτραβήχτηκε. «Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι θέλω να μείνεις. Εκεί έξω υπάρχει ένας πλατύς κόσμος, χίλιες πόλεις που περιμένουν μια παράσταση σαν τη δική μου, και αυτό που σε κυνηγά δεν θα σε βρει ποτέ μαζί μου. Κάποιοι από τους ανθρώπους του Ακίμα, και μερικοί της Σίλια που δεν τους πέταξαν στην άλλη μεριά του ποταμού ― θα έρθουν μαζί μου. Η παράσταση του Βάλαν Λούκα θα είναι η πιο λαμπρή που έχει δει ποτέ ο κόσμος».
«Να μείνω; Γιατί να μείνω; Σου είπα από την αρχή ότι απλώς θέλουμε να φτάσουμε στην Γκεάλνταν, και τίποτα δεν έχει αλλάξει».
«Γιατί; Μα, για να γεννήσεις τα παιδιά μου, φυσικά». Πήρε το χέρι της στα χέρια του. «Νάνα, η ματιά σου μου πίνει την ψυχή, τα χείλη σου πυρπολούν την καρδιά μου, οι ώμοι σου στέλνουν το σφυγμό μου στα ύψη, το―»
Εκείνη τον διέκοψε βιαστικά. «Θέλεις να με παντρευτείς;» τον ρώτησε χωρίς να πιστεύει στ’ αυτιά της.
«Να σε παντρευτώ;» Ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Ε...α... ναι. Ναι, φυσικά». Η φωνή του πήρε πάλι φόρα, πίεσε τα δάχτυλά του στα χείλη της. «Θα παντρευτούμε στην πρώτη πόλη που θα μπορέσω να το κανονίσω. Ποτέ άλλοτε δεν ζήτησα από γυναίκα να με παντρευτεί».
«Το πιστεύω», του είπε αυτή ξεψυχισμένα. Δυσκολεύτηκε να τραβήξει το χέρι της. «Καταλαβαίνω την τιμή που μου κάνεις, αφέντη Λούκα, αλλά―»