Выбрать главу

«Βάλαν, Νάνα. Βάλαν».

«Αλλά πρέπει να απορρίψω την πρόταση. Είμαι αρραβωνιασμένη με άλλον». Μα ήταν, τρόπον τινά. Ο Λαν Μαντράγκοραν μπορεί να θεωρούσε ότι το σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι του ήταν απλώς ένα δώρο, όμως αυτή το έβλεπε διαφορετικά. «Και θα φύγω».

«Θα ’πρεπε να σε δέσω και να σε κουβαλήσω μαζί μου». Τα χώματα και τα σκισίματα χάλασαν κάπως το μεγαλοπρεπές ανέμισμα της κάπας του, καθώς όρθωνε το ανάστημά του. «Με τον καιρό, θα ξεχνούσες αυτόν τον άλλο».

«Για δοκίμασε, και θα βάλω τον Ούνο να σου δείξει, θα εύχεσαι να σε είχαν κάνει κομματάκια για λουκάνικο». Ο ανόητος δεν πτοήθηκε σχεδόν καθόλου μ’ αυτό. Η Νυνάβε κάρφωσε το δάχτυλό της στο στέρνο του. «Δεν με ξέρεις, Βάλαν Λούκα. Δεν ξέρεις τίποτα για μένα. Οι εχθροί μου, αυτοί που απορρίπτεις τόσο ανέμελα, θα σε έκαναν να βγάλεις το δέρμα σου και να χορέψεις με τα κόκαλά σου, και θα χαιρόσουν που δεν σου κάνουν τίποτα χειρότερο. Λοιπόν. Φεύγω, και δεν έχω χρόνο για ν’ ακούω τις ασυναρτησίες σου. Όχι, μην πεις άλλα! Το αποφάσισα, και δεν μου αλλάζεις γνώμη, γι’ αυτό σταμάτα».

Ο Λούκα βαριαναστέναξε. «Είσαι η μοναδική γυναίκα για μένα, Νάνα. Ας διαλέγουν οι άλλοι άνδρες ανιαρές γυναίκες, που τους κολακεύουν και αναστενάζουν ντροπαλά. Εσένα κάθε φορά που θα ήθελε να σε πλησιάσει ένας άνδρας, θα ήξερε ότι πρέπει να περάσει από τη φωτιά και να δαμάσει μια λιονταρίνα με γυμνά τα χέρια. Κάθε μέρα θα ήταν μια περιπέτεια και κάθε νύχτα...» Εκείνη παραλίγο θα του έστριβε και τα δύο αυτιά για το χαμόγελο του. «Θα σε ξαναβρώ, Νάνα, και θα με διαλέξεις. Το ξέρω εδώ μέσα». Χτύπησε δραματικά το στήθος του και ανέμισε ακόμα πιο επιδεικτικά την κάπα του. «Το ξέρεις κι εσύ η ίδια, πολυαγαπημένη μου Νάνα. Στη γλυκιά καρδιά σου, το ξέρεις».

Η Νυνάβε δεν ήξερε αν έπρεπε να κουνήσει το κεφάλι ή να μείνει χάσκοντας. Οι άνδρες ήταν τρελοί. Όλοι τους.

Εκείνος επέμεινε να τη συνοδεύσει ως την άμαξά της, κρατώντας της το χέρι σαν να πήγαιναν σε χορό.

Όπως προχωρούσε ανάμεσα στη φασαρία των αλογατάρηδων που έτρεχαν να ζέψουν τα άλογα, στην οχλοβοή των ανδρών που φώναζαν, στα άλογα που χλιμίντριζαν, στις αρκούδες που μούγκριζαν, στις αναστατωμένες λεοπαρδάλεις, η Ηλαίην γκρίνιαζε μέσα από τα δόντια της χειρότερα από τα ζώα. Η Νυνάβε δεν είχε δικαίωμα να της λέει ότι έδειχνε τα πόδια της. Είδε δει πώς είχε σταθεί η Νυνάβε με στητό το κορμί όταν εμφανίστηκε ο Βάλαν Λούκα. Κι επίσης πώς ανάσαινε βαθύτερα. Το ίδιο επίσης είχε κάνει για τον Γκάλαντ. Η Ηλαίην δεν απολάμβανε το να φορά παντελόνια. Ήταν βεβαίως πιο άνετα και πιο δροσερά από τα φουστάνια. Καταλάβαινε γιατί η Μιν προτιμούσε να φορά ανδρικά ρούχα. Σχεδόν. Το πρόβλημα ήταν να ξεπεράσει την αίσθηση ότι το σακάκι ήταν ένα φόρεμα που μόλις της σκέπαζε τους γοφούς. Μόλις που το είχε καταφέρει. Όχι ότι θα το έλεγε στη Νυνάβε, με τη φαρμακερή γλώσσα της. Η Νυνάβε έπρεπε να είχε καταλάβει ότι ο Γκάλαντ αψηφούσε οποιοδήποτε κόστος προκειμένου να τηρήσει την υπόσχεσή του. Της τα είχε πει τόσες φορές. Και από πάνω, είχε πάει και είχε μπλέξει τον Προφήτη! Η Νυνάβε έπραττε χωρίς να σκέφτεται τι έκανε.

«Είπες τίποτα;» τη ρώτησε η Μπιργκίτε. Είχε μαζέψει τα φουστάνια της στο ένα χέρι για να προχωρά γρήγορα, γυμνώνοντας ξεδιάντροπα τα πόδια της από τα γαλάζια μπροκάρ γοβάκια ως πολύ πάνω από τα γόνατα, και οι ψιλές μεταξωτές κάλτσες κάλυπταν λιγότερα από ένα παντελόνι.

Η Ηλαίην σταμάτησε επί τόπου. «Τι γνώμη έχεις για τα ρούχα που φοράω;»

«Σου επιτρέπουν ελευθερία κινήσεων», είπε σκεπτικά η άλλη. Η Ηλαίην ένευσε. «Ευτυχώς, βέβαια, που ο πισινός σου δεν είναι πολύ μεγάλος, γιατί τόσο στενό που είναι αυτό το―»

Η Ηλαίην προχώρησε με μεγάλες, οργισμένες δρασκελιές, τραβώντας πιο χαμηλά το σακάκι με απότομες, κοφτές κινήσεις.

Η γλώσσα της Μπιργκίτε δεν υστερούσε σε τίποτα μπροστά στη γλώσσα της Νυνάβε. Η Ηλαίην θα έπρεπε να της είχε ζητήσει κάποιον όρκο υπακοής, ή τουλάχιστον να της δείχνει τον προσήκοντα σεβασμό. Θα έπρεπε να το θυμάται αυτό όταν θα ερχόταν η ώρα να δεσμεύσει τον Ραντ. Η Μπιργκίτε την πρόφτασε, με μια ξινή έκφραση, σαν να είχε ξεπεράσει εκείνη τα όριά της, και συνέχισαν αμίλητες.

Η Σωντσάν με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά και τις πράσινες πούλιες χρησιμοποιούσε το βούκεντρό της για να καθοδηγήσει το πελώριο αρσενικό σ’ρέντιτ, καθώς το κεφάλι του έσπρωχνε τη βαριά άμαξα που είχε το κλουβί του λιονταριού με τη μαύρη χαίτη. Ένας αλογατάρης με φθαρμένο δερμάτινο γιλέκο κρατούσε το ρυμό και οδηγούσε την άμαξα εκεί που θα μπορούσαν να ζέψουν πιο εύκολα τα άλογα. Το λιοντάρι έκανε βόλτες, μαστίγωνε με την ουρά του και κάποιες φορές άφηνε ένα ξερό βήξιμο, που έμοιαζε με προοίμιο βρυχηθμού.