Выбрать главу

«Σεράντιν», είπε η Ηλαίην, «πρέπει να σου μιλήσω».

«Μια στιγμή, Μορέλιν». Με την προσοχή στραμμένη στο γκρίζο ζώο με τους χαυλιόδοντες, η βαριά, μπερδεμένη λαλιά της ήταν σχεδόν ακατάληπτη.

«Τώρα, Σεράντιν. Δεν έχουμε χρόνο».

Η γυναίκα όμως άφησε το σ’ρέντιτ και γύρισε να τη δει μονάχα όταν ο αλογατάρης φώναξε ότι η άμαξα ήταν στη σωστή θέση. Τότε είπε ανυπόμονα, «Τι θέλεις, Μορέλιν; Έχω πολλή δουλειά ακόμα. Και θα ήθελα να αλλάξω· αυτό το φόρεμα δεν κάνει για ταξίδι». Το ζώο στεκόταν περιμένοντας υπομονετικά πίσω της.

Η Ηλαίην έσφιξε λιγάκι το στόμα. «Φεύγουμε, Σεράντιν».

«Ναι, το ξέρω. Οι ταραχές. Αυτά τα πράγματα έπρεπε να απαγορεύονται. Αν ο Προφήτης θελήσει να μας πειράξει, θα μάθει τι μπορούν να κάνουν ο Μερ και η Σάνιτ». Έστριψε για να ξύσει με το βούκεντρό της τον όλο ζάρες ώμο του Μερ, κι εκείνος της άγγιξε τον ώμο με τη μακριά μύτη του. Την «προβοσκίδα», όπως την έλεγε η Σεράντιν. «Μερικοί προτιμούν τα λόπαρ ή τα γκρολμ για μάχη, αλλά, αν χρησιμοποιήσεις σωστά τα σ’ρέντιτ―»

«Κλείσε το στόμα και άκου με», είπε με σταθερό τόνο η Ηλαίην. Της ήταν δύσκολο να κρατά την αξιοπρέπειά της, με τη Σωντσάν από τη μια μεριά να μην καταλαβαίνει, και την Μπιργκίτε από την άλλη να στέκεται δίπλα της με τα χέρια σταυρωμένα. Ήταν σίγουρη ότι η Μπιργκίτε καραδοκούσε για να πετάξει κάτι τσουχτερό. «Δεν εννοώ το θηριοτροφείο. Εννοώ εμένα και τη Νάνα κι εσένα. Θα μπαρκάρουμε σε πλοίο τώρα το πρωί. Σε λίγες ώρες, θα είμαστε για πάντα μακριά από τον Προφήτη».

Η Σεράντιν κούνησε αργά το κεφάλι. «Ελάχιστα ποταμόπλοια μπορούν να μεταφέρουν σ’ρέντιτ, Μορέλιν. Ακόμα κι αν βρήκες τέτοιο, τι θα κάνουν; Τι θα κάνω εγώ; Δεν νομίζω ότι θα μπορώ να κερδίσω όσα εδώ με τον αφέντη Λούκα, ακόμα κι αν εσύ υψοπερπατάς και η Μέριον σημαδεύει με το τόξο της. Και υποθέτω ότι ο Θομ θα κάνει ταχυδακτυλουργικά. Όχι. Όχι, είναι καλύτερο να μείνουμε με το θηριοτροφείο».

«Τα σ’ρέντιτ θα πρέπει να μείνουν εδώ», παραδέχθηκε η Ηλαίην, «αλλά είμαι βέβαιη ότι ο αφέντης Λούκα θα τα προσέχει. Δεν θα δίνουμε παραστάσεις, Σεράντιν. Δεν θα χρειάζεται πια. Εκεί που πάω υπάρχουν κάποιες που θα ήθελαν να μάθουν για...» Συνειδητοποίησε ότι ο αλογατάρης, ένας κοκαλιάρης με αταίριαστη χοντρή μύτη, στεκόταν κοντά και μπορούσε να τις ακούσει. «...για το μέρος απ’ όπου ήρθες. Πολύ περισσότερα απ’ όσα μας έχεις ήδη πει». Όχι, δεν άκουγε. Κοίταζε πρόστυχα. Εναλλάξ τον κόρφο της Μπιργκίτε και τα πόδια της Ηλαίην. Εκείνη τον κοίταξε, το αυθάδικο βλέμμα του πάγωσε, και ξαναγύρισε στις δουλειές του.

Η Σεράντιν κουνούσε πάλι το κεφάλι. «Πρέπει να αφήσω τον Μερ και τη Σάνιτ και τη Νέριν στη φροντίδα ανθρώπων που φοβούνται να τα ζυγώσουν; Όχι, Μορέλιν. Θα μείνουμε με τον αφέντη Λούκα. Κι εσείς επίσης. Είναι πολύ καλύτερο. Θυμάσαι πόσο ταλαιπωρημένες ήσασταν τη μέρα που ήρθατε; Δεν θέλεις να ξαναγυρίσετε σ’ αυτά».

Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα και την πλησίασε κι άλλο. Μόνο η Μπιργκίτε ήταν αρκετά κοντά για να τις ακούει, αλλά δεν ήθελε να το ρισκάρει έτσι ανόητα. «Σεράντιν, το αληθινό μου όνομα είναι Ηλαίην του Οίκου Τράκαντ, Κόρη-Διάδοχος του Άντορ. Κάποια μέρα θα είμαι Βασίλισσα του Άντορ».

Με βάση τη συμπεριφορά της Σεράντιν την πρώτη μέρα και πολύ περισσότερο με βάση όσα είχε πει για τους Σωντσάν, αυτό θα έπρεπε να αρκεί για να καταπνίξει τις όποιες αντιρρήσεις της. Αντιθέτως, η Σεράντιν την κοίταξε κατάματα. «Ισχυρίστηκες ότι είσαι αρχόντισσα την πρώτη μέρα που ήρθες, αλλά...» Σούφρωσε τα χείλη και κοίταξε το παντελόνι της Ηλαίην. «Είσαι πολύ καλή στο υψοπερπάτημα, Μορέλιν. Με την εξάσκηση ίσως κάποια μέρα να είσαι αρκετά καλή για να κάνεις παράσταση μπροστά στην Αυτοκράτειρα. Όλοι έχουν μια θέση και όλοι πρέπει να είναι στη θέση τους».

Η Ηλαίην έμεινε για μια στιγμή ν’ ανοιγοκλείνει το στόμα της χωρίς να βγάζει ήχο. Η Σεράντιν δεν την πίστευε! «Αρκετή ώρα σπατάλησα, Σεράντιν».

Έκανε να την πιάσει από το μπράτσο, για να τη σύρει από κει, αν χρειαζόταν, αλλά η Σεράντιν της έπιασε το χέρι, το έστριψε και η Ηλαίην, γουρλώνοντας τα μάτια και αφήνοντας μια ψιλή κραυγούλα, βρέθηκε να πατά στις μύτες των ποδιών της και να αναρωτιέται αν θα έσπαζε πρώτα ο καρπός της και μετά θα έβγαινε το μπράτσο από την άρθρωσή του. Η Μπιργκίτε απλώς στεκόταν εκεί με τα χέρια σταυρωμένα κάτω από το στήθος της και είχε το θράσος να σηκώσει το φρύδι ερωτηματικά!

Η Ηλαίην έτριξε τα δόντια της. Δεν θα ζητούσε βοήθεια. «Άφησέ με, Σεράντιν», είπε με απαιτητικό ύφος, ενώ ευχόταν να μην ακουγόταν τόσο τρεμουλιαστή η φωνή της. «Άφησέ με, είπα!»

Η Σεράντιν την άφησε έπειτα από μια στιγμή κι έκανε πίσω επιφυλακτικά. «Είσαι φίλη μου, Μορέλιν, και πάντα θα είσαι. Θα μπορούσες κάποια μέρα να γίνεις αρχόντισσα. Έχεις τους τρόπους και, αν προσελκύσεις έναν άρχοντα, ίσως σε πάρει για άσα του. Μερικές φορές οι άσα γίνονται σύζυγοι. Πήγαινε με το Φως, Μορέλιν. Πρέπει να τελειώσω τη δουλειά μου». Άπλωσε το βούκεντρο, για να τυλίξει ο Μερ την προβοσκίδα του γύρω απ’ αυτό, και το μεγάλο ζώο την άφησε να το οδηγήσει.