«Σεράντιν», είπε κοφτά η Ηλαίην. «Σεράντιν!» Η γυναίκα με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά δεν γύρισε να κοιτάξει. Η Ηλαίην αγριοκοίταξε την Μπιργκίτε. «Ευχαριστώ για τη βοήθεια», μούγκρισε και ξεκίνησε, προτού η άλλη προλάβει να απαντήσει.
Η Μπιργκίτε την πρόφτασε και συνέχισε βαδίζοντας δίπλα της. «Απ’ ό,τι άκουγα κι απ’ ό,τι έχω δει, αφιέρωσες πολλές ώρες για να διδάξεις σ’ αυτή τη γυναίκα αποφασιστικότητα. Νόμιζες πως θα σε βοηθούσα να της την πάρεις πίσω;»
«Δεν προσπάθησα να κάνω κάτι τέτοιο», μουρμούρισε η Ηλαίην. «Προσπάθησα να την προφυλάξω. Είναι μακριά από την πατρίδα της, ξένη όπου κι αν πάει, και υπάρχουν κάποιοι που δεν θα της φέρονταν με το γάντι, αν μάθαιναν από πού προέρχεται».
«Μια χαρά τη βλέπω να προφυλάσσει τον εαυτό της», είπε ξερά η Μπιργκίτε. «Αλλά, βέβαια, μήπως της το δίδαξες κι αυτό εσύ; Ίσως ήταν ανήμπορη προτού τη βρεις». Η ματιά της Ηλαίην δεν έμοιαζε να την αγγίζει καθόλου, σαν πάγος που γλιστρούσε σε ζεστό ατσάλι.
«Απλώς στεκόσουν και την κοίταζες. Υποτίθεται ότι είσαι η...» Κοίταξε γύρω της· μια απλή ματιά έριξε μόνο, όμως οι αλογατάρηδες έσκυψαν αμέσως το κεφάλι. «Πρόμαχός μου. Υποτίθεται ότι θα με βοηθάς να υπερασπιστώ τον εαυτό μου όταν δεν μπορώ να διαβιβάσω».
Κι η Μπιργκίτε κοίταξε ολόγυρα, δυστυχώς όμως δεν υπήρχε κανείς κοντά για να αναγκαστεί να προσέξει τα λόγια της. «Θα σε υπερασπιστώ όταν είσαι σε κίνδυνο, αλλά, αν ο κίνδυνος είναι μήπως σε βάλουν στο γόνατο και σε δείρουν, επειδή φέρεσαι σαν κακομαθημένο παιδάκι, τότε θα πρέπει να αποφασίσω αν είναι καλύτερα να σε αφήσω να μάθεις ένα μάθημα που θα σε γλιτώσει από κάτι αντίστοιχο ή χειρότερο στο μέλλον. Να της λες ότι είσαι διάδοχος ενός θρόνου! Αν είναι δυνατόν. Αν θες να γίνεις Άες Σεντάι, μάθε να λυγίζεις την αλήθεια, όχι να τη σπας σε χίλια κομμάτια».
Η Ηλαίην έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Μόνο όταν σκόνταψε στα ίδια της τα πόδια, κατάφερε να πει, «Μα είμαι!»
«Αφού το λες εσύ», είπε η Μπιργκίτε, κοιτώντας δύσπιστα το παντελόνι με τις πούλιες.
Η Ηλαίην δεν άντεξε άλλο. Η Νυνάβε είχε γλώσσα κοφτερή σαν μαχαίρι, η Σεράντιν ήταν πεισματάρα σαν δύο μουλάρια, και τώρα αυτό. Έγειρε πίσω το κεφάλι και ούρλιαξε από τη σύγχυση.
Όταν έσβησε ο ήχος, της φάνηκε ότι τα ζώα είχαν ησυχάσει. Οι αλογατάρηδες στέκονταν και την κοιτούσαν. Τους αγνόησε ψυχρά. Τίποτα δεν θα την άγγιζε τώρα. Ήταν γαλήνια σαν πάγος, είχε τον απόλυτο έλεγχο του εαυτού της.
«Ήταν κραυγή βοήθειας αυτό», είπε η Μπιργκίτε, γέρνοντας το κεφάλι, «ή μήπως πεινάς; Φαντάζομαι ότι μπορούμε να βρούμε μια βυζάχτρα στο―»
Η Ηλαίην απομακρύνθηκε μ’ ένα γρύλισμα αντάξιο λεοπάρδαλης.
49
Αναχωρήσεις
Όταν η Νυνάβε ξαναβρέθηκε στην άμαξα, έβαλε ένα ευπρεπές φόρεμα, μουρμουρίζοντας ενοχλημένη, επειδή έπρεπε να ανοίξει μια σειρά κουμπιά και να κουμπώσει μια άλλη μόνη της. Το απλό γκρίζο μαλλί ήταν καλοραμμένο και καλής ποιότητας αλλά όχι τίποτα το φανταχτερό, και δεν θα προκαλούσε σχόλια πουθενά, αλλά ήταν σίγουρα πιο ζεστό. Πάντως, ένιωθε ωραία που ήταν πάλι ντυμένη σεμνά. Και κάπως παράξενα επίσης, σαν να φορούσε πολλά ρούχα. Πρέπει να έφταιγε η ζέστη.
Γονάτισε γοργά μπροστά στη μικρή πλίνθινη εστία με τη μεταλλική καμινάδα και άνοιξε το σιδερένιο πορτάκι, όπου ήταν κρυμμένα τα πολύτιμά τους.
Το συστρεμμένο πέτρινο δαχτυλίδι γρήγορα μπήκε στο πουγκί πλάι στο βαρύ σφραγιδοφόρο δαχτυλίδι του Λαν και στο χρυσό της δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό. Το μικρό επίχρυσο κουτάκι με τα πετράδια που της είχε δώσει η Αμάθιρα, το έβαλε στο δερμάτινο σακίδιο με τα σακουλάκια με τα βότανα που είχε πάρει από τη Ρόντε Μακούρα στο Μαρντέσιν, όπως και το μικρό γουδί με το γουδοχέρι για την προετοιμασία τους· αυτά τα ψηλάφισε, για να βεβαιωθεί για τα περιεχόμενά τους, από το παντογιάτρι ως την απαίσια ρίζα διχαλόγλωσσας. Έβαλε εκεί και τα πληρεξούσια, και τρία από τα έξι πουγκιά, που δεν ξεχείλιζαν πια, τώρα που είχαν πληρώσει το θηριοτροφείο για το πέρασμα στη Γκεάλνταν. Ο Λούκα μπορεί να μην νοιαζόταν για τα εκατό μάρκα του, αλλά δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να πληρωθεί για τα έξοδά του. Μαζί με τα δαχτυλίδια, έβαλε κι ένα πληρεξούσιο που έδινε στην κομίζουσα δικαίωμα να κάνει ό,τι επιθυμούσε εν ονόματι της Έδρας της Άμερλιν. Στη Σαμάρα είχαν φτάσει μονάχα αόριστες φήμες για κάποιους μπελάδες στην Ταρ Βάλον· ίσως μπορούσε να το χρησιμοποιήσει κάπου, έστω κι αν έφερε την υπογραφή της Σιουάν Σάντσε. Το σκούρο ξύλινο κουτί το άφησε εκεί που ήταν, πλάι σε τρία πουγκιά, όπως επίσης και το τραχύ σακούλι από γιούτα, μέσα στο οποίο ήταν το α’ντάμ —αυτό δεν είχε την παραμικρή διάθεση να το αγγίξει― και το ασημένιο βέλος που είχε βρει η Ηλαίην τη νύχτα της ολέθριας συνάντησης με τη Μογκέντιεν.