Για μια στιγμή κοίταξε το βέλος σμίγοντας τα φρύδια, καθώς σκεφτόταν τη Μογκέντιεν. Το πιο φρόνιμο θα ήταν να κάνει ό,τι μπορούσε για να την αποφύγει. Αυτό θα ήταν το πιο φρόνιμο. Τη νίκησα μια φορά! Και τη δεύτερη φορά, η Μογκέντιεν την είχε κρεμάσει σαν λουκάνικο στην κουζίνα. Αν δεν ήταν η Μπιργκίτε... Έκανε την επιλογή της. Αυτό είχε πει η Μπιργκίτε και ήταν αλήθεια. Θα μπορούσα να την νικήσω. Θα μπορούσα. Αν όμως αποτύγχανα... Αν αποτύγχανε...
Απλώς προσπαθούσε να αποφύγει το δερμάτινο πουγκί που ήταν στριμωγμένο στο βάθος, και το ήξερε, όμως ήταν εξίσου άσχημα το πουγκί και η σκέψη ότι θα έχανε πάλι από τη Μογκέντιεν. Πήρε μια βαθιά ανάσα, άπλωσε μουδιασμένα το χέρι και το έπιασε από τα κορδόνια, καταλαβαίνοντας ότι είχε κάνει λάθος. Το κακό φάνηκε να ποτίζει το χέρι της, δυνατότερο από ποτέ, λες και ο Σκοτεινός πραγματικά προσπαθούσε να αποδράσει μέσω της σφραγίδας από κουεντιγιάρ που υπήρχε εκεί μέσα. Καλύτερα να συλλογιζόταν όλη μέρα την ήττα της από τη Μογκέντιεν· ένας ολόκληρος κόσμος χώριζε τη σκέψη από την πραγματικότητα. Πρέπει να έφταιγε η φαντασία της —δεν είχε νιώσει αυτό το συναίσθημα στο Τάντσικο― αλλά μακάρι να μπορούσε να το αφήσει στην Ηλαίην για να το κουβαλήσει εκείνη. Ή να μπορούσε να το αφήσει εκεί.
Μην είσαι ανόητη! είπε αυστηρά στον εαυτό της. Κρατά κλειστή τη φυλακή του Σκοτεινού. Απλώς άφησες τη φαντασία σου αχαλίνωτη. Όμως το άφησε να πέσει, σαν να ’ταν πτώμα ποντικιού που είχε ψοφήσει πριν από μια βδομάδα, στο κόκκινο φόρεμα που της είχε φτιάξει ο Λούκα, και μετά το τύλιξε και το έδεσε χωρίς να χασομερά. Το μεταξωτό δεματάκι μπήκε στο κέντρο ενός μπόγου με ρούχα που θα έπαιρνε μαζί της, μέσα στον καλό γκρίζο μανδύα ταξιδίου της. Η απόσταση λίγων εκατοστών ήταν αρκετή για να διώξει την αίσθηση της σκοτεινιάς και της απόγνωσης, αλλά και πάλι ήθελε να πλύνει το χέρι της. Μακάρι να μην γνώριζε τι υπήρχε εκεί. Στ’ αλήθεια σκεφτόταν χαζομάρες. Η Ηλαίην θα γελούσε μαζί της και η Μπιργκίτε επίσης. Και με το δίκιο τους.
Πάντως, τα ρούχα που ήθελε να κρατήσει σχημάτιζαν δύο πακέτα, και λυπόταν για κάθε τι που αναγκαζόταν να αφήσει πίσω της. Ακόμα και για το γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα με το βαθύ ντεκολτέ. Όχι ότι ήθελε να ξαναφορέσει τέτοιο πράγμα —δεν σκόπευε ούτε να αγγίξει το κόκκινο φόρεμα, μέχρι να δώσει το πακέτο απείραχτο σε μια Άες Σεντάι στο Σαλιντάρ― αλλά δεν μπορούσε να μην αθροίσει το κόστος των ρούχων, των αλόγων και των κάρων που είχαν εγκαταλείψει από τη στιγμή που είχαν φύγει από το Τάντσικο. Και το κόστος της άμαξας και των βαρελιών με τη μπογιά. Ακόμα και η Ηλαίην θα μόρφαζε, αν το σκεφτόταν ποτέ. Η νεαρή πίστευε ότι πάντα θα έβρισκε νομίσματα όταν έβαζε το χέρι στο πουγκί.
Ετοίμαζε ακόμα το δεύτερο πακέτο, όταν η Ηλαίην επέστρεψε και φόρεσε σιωπηλά ένα γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα. Σιωπηλά, με εξαίρεση τα μουρμουρητά της, όταν χρειάστηκε να διπλώσει τα χέρια πίσω στην πλάτη της για να το κουμπώσει. Η Νυνάβε θα τη βοηθούσε, αν της το είχε ζητήσει, αλλά, εφόσον δεν το είχε κάνει, κοίταξε απλώς εξεταστικά τη νεαρή, καθώς εκείνη άλλαζε, ψάχνοντας για μελανιές. Της είχε φανεί ότι άκουσε μια κραυγή λίγα λεπτά προτού φτάσει η Ηλαίην, και, αν αυτή και η Μπιργκίτε είχαν πιαστεί στα χέρια... Δεν ήξερε αν είχε χαρεί, βλέποντας ότι δεν υπήρχε καμία μελανιά. Το ποταμόπλοιο, με τον τρόπο του, θα ήταν εξίσου στενό όσο και μια άμαξα, και λιγότερο ευχάριστο, σε περίπτωση που οι δυο γυναίκες ήταν στα μαχαίρια. Αλλά, βέβαια, ίσως να τους είχε κάνει καλό, αν είχαν εκτονώσει κάπως το θηριώδη θυμό τους.
Η Ηλαίην δεν έλεγε λέξη καθώς μάζευε τα πράγματά της, ούτε καν όταν η Νυνάβε τη ρώτησε, αρκετά φιλικά, πού είχε σηκωθεί να φύγει έτσι απότομα, σαν να ’χε κάτσει σε τσουκνίδα. Εκείνη την κοίταξε παγερά, με το πηγούνι υψωμένο, σαν να νόμιζε ότι ήδη καθόταν στο θρόνο της μητέρας της.
Μερικές φορές η Ηλαίην ήταν ακόμα πιο βουβή, με τρόπο που έλεγε περισσότερα απ’ όσα μπορούσαν να πουν οι λέξεις. Βρίσκοντας ότι είχαν μείνει τρία πουγκιά, κοντοστάθηκε προτού τα πάρει, και η θερμοκρασία στην άμαξα χαμήλωσε σημαντικά, αν και τα πουγκιά ήταν μονάχα το μερίδιό της. Η Νυνάβε είχε βαρεθεί τη γκρίνια για τον τρόπο που ξόδευε τα νομίσματα· η νεαρή θα έπρεπε να τα δει να σπαταλιούνται, ώστε να καταλάβει ότι για αρκετό διάστημα δεν θα έβρισκαν άλλα. Όταν όμως η Ηλαίην συνειδητοποιούσε ότι το δαχτυλίδι είχε χαθεί, και το σκούρο κουτί ήταν ακόμα εκεί...