Выбрать главу

Η Ηλαίην ζύγιασε το κουτί και άνοιξε το καπάκι, σουφρώνοντας τα χείλη, καθώς εξέταζε τα περιεχόμενά του, τα άλλα δύο τερ’ανγκριάλ που κουβαλούσαν τόσο δρόμο από το Δάκρυ. Ένας μικρός σιδερένιος δίσκος δουλεμένος και στις δύο πλευρές με μια στενή σπειροειδή γραμμή, και μια στενή πλάκα μήκους οκτώ πόντων, που έμοιαζε κεχριμπαρένια, αλλά ήταν σκληρότερη από ατσάλι και είχε με κάποιον τρόπο σκαλισμένη μέσα της τη μορφή μιας γυναίκας που κοιμόταν. Και τα δύο μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να μπεις στον Τελ’αράν’ριοντ, αν και όχι τόσο εύκολα, ούτε τόσο καλά όσο με το δαχτυλίδι· για να τα χρησιμοποιήσεις, έπρεπε να διαβιβάσεις Πνεύμα, τη μοναδική από τις Πέντε Δυνάμεις που μπορούσες να διαβιβάσεις στον ύπνο σου. Της Νυνάβε της φαινόταν ότι αυτό ήταν το σωστό, που τα είχε αφήσει για την Ηλαίην, αφού η ίδια ήταν υπεύθυνη για το δαχτυλίδι. Κλείνοντας το κουτί με έναν ξερό κρότο, η Ηλαίην την κοίταξε, απολύτως ανέκφραστη, και μετά το έχωσε σε ένα από τα δέματά της μαζί με το ασημένιο βέλος. Η σιωπή της ήταν βροντερή.

Η Ηλαίην είχε κάνει κι αυτή δύο δέματα, όμως τα δικά της ήταν μεγαλύτερα· δεν είχε αφήσει έξω τίποτα εκτός από τα σακάκια με τις πούλιες και τα παντελόνια. Η Νυνάβε απέφυγε να παρατηρήσει ότι η Ηλαίην τα είχε ξεχάσει· θα έπρεπε να το κάνει, μιας και ήταν μουτρωμένες μεταξύ τους, αλλά αυτή ήξερε πώς να επαναφέρει την αρμονία. Περιορίστηκε στο να ξεφυσήξει μια φορά, μόλις η Ηλαίην με μια επιτηδευμένη κίνηση πρόσθεσε το α’ντάμ στα πράγματά της, αν και, κρίνοντας από τη ματιά που της έριξε σε ανταπόδοση, θα σκεφτόσουν ότι η Νυνάβε της είχε εκφράσει αναλυτικά τις αντιρρήσεις της. Όταν πια βγήκαν από την άμαξα, μπορούσες να πελεκήσεις τη σιωπή και να την πουλήσεις για να δροσίζει το κρασί.

Έξω οι άνδρες ήταν έτοιμοι. Και μουρμούριζαν, και έριχναν ματιές όλο ανυπομονησία στις δυο τους. Δεν ήταν σωστό. Ο Γκάλαντ και ο Ούνο δεν είχαν τίποτα να ετοιμάσουν. Το φλάουτο και η άρπα του Θομ κρεμόταν στην πλάτη του, στις δερμάτινες θήκες τους, μαζί με ένα μικρό μπογαλάκι, και ο Τζούιλιν, με το σπαθοσπάστη στη ζώνη, γέρνοντας στο ραβδί του που έφτανε ως το κεφάλι του, είχε ένα ακόμα μικρότερο, προσεκτικά δεμένο. Οι άνδρες ήταν πρόθυμοι να φοράνε τα ίδια ρούχα μέχρι αυτά να σαπίσουν.

Φυσικά, και η Μπιργκίτε επίσης ήταν έτοιμη, με το τόξο στο χέρι, τη φαρέτρα στο γοφό, ενώ στα πόδια είχε ένα δεματάκι, τυλιγμένο στο μανδύα της, όχι πολύ πιο μικρό από ένα δεματάκι της Ηλαίην. Η Νυνάβε τη θεωρούσε ικανή να είχε βάλει εκεί μέσα τα φορέματα του Λούκα, αλλά αυτό που την έκανε να κοντοσταθεί ήταν τα ρούχα που είχε βάλει. Τα σχιστά φουστάνια της έμοιαζαν με το ογκώδες παντελόνι που φορούσε στον Τελ’αράν’ριοντ, με εξαίρεση το ότι ήταν χρυσά μάλλον παρά κίτρινα και δεν ήταν μαζεμένα στους αστραγάλους. Το κοντό γαλάζιο σακάκι είχε ίδιο κόψιμο.

Το μυστήριο της προέλευσης των ρούχων της λύθηκε όταν ήρθε τρέχοντας η Κλαρίν, λέγοντας ότι είχε αργήσει, φέρνοντας δύο ακόμα φούστες και άλλο ένα σακάκι, τα οποία δίπλωσε κι έβαλε στο δεματάκι της Μπιργκίτε. Στάθηκε για να πει πόσο λυπόταν που έφευγαν από το θηριοτροφείο, και δεν ήταν η μόνη που ξέκλεψε λίγα λεπτά από τη φασαρία της προετοιμασίας. Ήρθε και η Αλούντρα για να ευχηθεί ασφαλές ταξίδι, όπου και να πήγαιναν, με την Ταραμπονέζικη προφορά της. Και με δύο ακόμα κουτιά από τα φλογόραβδά της. Η Νυνάβε τα έχωσε στο σακίδιό της μ’ έναν αναστεναγμό. Είχε αφήσει τα άλλα στην άμαξα με μια επιδεικτική κίνηση και η Ηλαίην τα είχε σπρώξει στο πίσω μέρος του ραφιού, πίσω από ένα σακί φασόλια, κάποια στιγμή που νόμιζε πως η Νυνάβε δεν την έβλεπε. Ο Πέτρα προσφέρθηκε να τις συνοδεύσει ως το ποτάμι, προσποιούμενος ότι δεν είχε προσέξει τα μάτια της γυναίκας του που είχαν στενέψει από ανησυχία, και το ίδιο προσφέρθηκαν να κάνουν και οι Τσαβάνα, όπως επίσης ο Κιν και ο Μπάριτ, οι ακροβάτες, που όμως, όταν η Νυνάβε τους είπε ότι δεν υπήρχε ανάγκη και ο Πέτρα έσμιξε τα φρύδια, αυτοί δυσκολεύτηκαν να κρύψουν την ανακούφισή τους. Χρειάστηκε να μιλήσει γρήγορα, επειδή ο Γκάλαντ και οι άλλοι ήταν έτοιμοι να δεχθούν. Μια έκπληξη ήταν ότι ακόμα και η Λατέλ έκανε μια βιαστική εμφάνιση όλο συγγνώμες, χαμόγελα και βλέμμα που έλεγε ότι θα βοηθούσε να κουβαλήσουν τα μπαγκάζια τους, αν ήταν να τις ξεφορτωθεί μια ώρα αρχύτερα. Η Νυνάβε ξαφνιάστηκε που δεν ήρθε η Σεράντιν, αν και κατά κάποιον τρόπο χάρηκε κιόλας. Η Ηλαίην μπορεί να τα πήγαινε μια χαρά μαζί της, αλλά, μετά το περιστατικό της επίθεσης που είχε δεχθεί από τη Σωντσάν, η Νυνάβε ένιωθε μια ένταση κάθε φορά που ήταν κοντά της, ίσως πολύ περισσότερο επειδή η Σεράντιν δεν έδειχνε να νιώθει το ίδιο.