Выбрать главу

Ο ίδιος ο Λούκα ήταν ο τελευταίος, κι έδωσε μια χούφτα αξιολύπητα, διψασμένα αγριολούλουδα στη Νυνάβε —το Φως μόνο ήξερε πού τα είχε βρει― με διακηρύξεις για την αιώνια αγάπη του, εξωφρενικά εγκώμια για τη ομορφιά της και δραματικούς όρκους, που έλεγαν ότι θα την ξανάβρισκε, ακόμα κι αν χρειαζόταν να ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου. Η Νυνάβε δεν ήξερε τι απ’ αυτά έκανε τα μάγουλά της να αναψοκοκκινίσουν χειρότερα, αλλά το παγερό βλέμμα της έδιωξε το χαμόγελο από το πρόσωπο του Τζούιλιν και την κατάπληξη από το πρόσωπο του Ούνο. Ό,τι κι αν σκέφτονταν ο Θομ και ο Γκάλαντ, είχαν τη φρονιμάδα να μην το φανερώσουν στα πρόσωπά τους. Η Νυνάβε δεν τόλμησε να κοιτάξει την Μπιργκίτε και την Ηλαίην.

Το χειρότερο ήταν ότι έπρεπε να στέκεται εκεί και να τον ακούει, με τα μαραμένα λουλούδια να γέρνουν στο χέρι της, ενώ το πρόσωπό της κοκκίνιζε ολοένα και περισσότερο. Αν προσπαθούσε να τον διώξει στρίβοντάς του το αυτί, μάλλον θα τον ωθούσε να εντείνει τις προσπάθειές του, και θα έδινε στους άλλους περισσότερα πολεμοφόδια εναντίον της απ’ όσα ήδη διέθεταν. Παραλίγο θα άφηνε ένα στεναγμό ανακούφισης όταν ο ανόητος άνδρας υποκλίθηκε κι έφυγε ανεμίζοντας επιδεικτικά την κάπα του.

Η Νυνάβε κράτησε τα λουλούδια και προχώρησε μπροστά από τους άλλους, για να μην χρειαστεί να δει τα πρόσωπά τους, σπρώχνοντας θυμωμένα τα δέματα όταν έπεφταν από τη θέση τους, ώσπου πια είχε απομακρυνθεί πέρα από το μουσαμαδένιο τείχος και δεν φαινόταν από τις άμαξες. Τότε πέταξε τα κακόμοιρα τα μπουμπούκια κάτω με τόση δύναμη, ώστε ο Ράγκαν και οι άλλοι σκληροτράχηλοι Σιναρανοί, που κάθονταν οκλαδόν πιο πέρα στο λιβάδι που τους χώριζε από το δρόμο, αντάλλαξαν ματιές. Όλοι είχαν από ένα δεματάκι τυλιγμένο με κουβέρτα στη ράχη τους —μικρό, φυσικά!― πλάι στο σπαθί τους, αλλά ήταν φορτωμένοι με αρκετά φλασκιά με νερό που θα κρατούσαν μέρες, και ο ένας στους τρεις είχε ένα μικρό ή μεγάλο κατσαρολάκι να κρέμεται από κάπου πάνω του. Ωραία. Αν ήταν να μαγειρέψει κάποιος, ας μαγείρευαν αυτοί! Δίχως να τους περιμένει να αποφασίσουν αν ήταν ασφαλές να πλησιάσει, βγήκε στο χωματόδρομο μόνη της.

Ο Βάλαν Λούκα ήταν ο πρόξενος της οργής της —μα να την ταπεινώσει μ’ αυτόν τον τρόπο! Έπρεπε να του είχε βαρέσει μία στο κεφάλι, κι ας σκέφτονταν οι άλλοι ό,τι ήθελαν!― αλλά αποδέκτης της ήταν ο Λαν Μαντράγκοραν. Ο Λαν ποτέ δεν της είχε δώσει λουλούδια. Όχι ότι ήταν σημαντικό αυτό. Της είχε εκφράσει τα συναισθήματά του με λόγια πιο βαθιά και πιο ειλικρινή απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ ο Βάλαν Λούκα. Η Νυνάβε εννοούσε κάθε λέξη που είχε πει στον Λούκα, αλλά, αν ο Λαν έλεγε ότι θα σε έπαιρνε μαζί του, τότε δεν θα τον σταματούσαν οι απειλές· δεν θα τον σταματούσε ούτε η διαβίβαση, εκτός αν προλάβαινες να την κάνεις προτού σου έλυνε τα μέλη και το μυαλό με τα φιλιά του. Πάντως, θα ’ταν ωραίο να έδινε και κανένα λουλουδάκι. Σίγουρα θα ήταν πιο ωραίο από το να εξηγεί για πολλοστή φορά γιατί η αγάπη τους δεν είχε μέλλον. Οι άνδρες και οι όρκοι τους! Οι άνδρες και η τιμή τους! Ήταν παντρεμένος με το θάνατο, ε; Αυτός και ο προσωπικός του πόλεμος με τη Σκιά! Θα ζούσε, θα την παντρευόταν και, αν είχε άλλη γνώμη γι’ αυτά τα δύο, η Νυνάβε θα του έδειχνε το σωστό. Της ερχόταν να τσιρίξει από τη σύγχυση.

Είχε κάνει εκατό βήματα στο δρόμο μέχρι να την προφτάσουν οι άλλοι, λοξοκοιτώντας την, Η Ηλαίην απλώς ξεφύσηξε πιο δυνατά, ενώ πάλευε να τακτοποιήσει τα δύο δέματα στην πλάτη της —ε, ήθελε να κουβαλήσει τα πάντα μαζί της― όμως η Μπιργκίτε προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές και προσποιούταν ότι μουρμούριζε, αλλά μιλούσε ξεκάθαρα για γυναίκες που ήταν σαν τις Καρπανές κοπελιές, οι οποίες είχαν πηδήξει από έναν γκρεμό στο ποτάμι. Η Νυνάβε τις αγνόησε και τις δύο.

Οι άνδρες απλώθηκαν, ο Γκάλαντ μπροστά με τον Θομ και τον Τζούιλιν πλάι του, τους Σιναρανούς σε δύο μακριούς στοίχους στα πλάγια του δρόμου, με τα επιφυλακτικά τους βλέμματα να ψάχνουν κάθε μαραμένο θάμνο και ζάρα του εδάφους. Περπατώντας ανάμεσά τους, η Νυνάβε ένιωθε ανόητη —ήταν λες και περίμεναν να ξεφυτρώσει κανένας στρατός από το χώμα· θα ’λεγε κανείς ότι οι τρεις γυναίκες ήταν ανήμπορες― ειδικά όταν οι Σιναρανοί ακολούθησαν το παράδειγμα του Ούνο και ξεθηκάρωσαν τα σπαθιά. Μα δεν φαινόταν άνθρωπος πουθενά· ακόμα και τα χωριουδάκια από παράγκες έμοιαζαν ερημωμένα. Η λεπίδα του Γκάλαντ έμεινε στο θηκάρι της, αλλά ο Τζούιλιν άρχισε να ζυγιάζει το ραβδί του αντί να το χρησιμοποιεί ως στήριγμα για το περπάτημα, ενώ μαχαίρια εμφανίζονταν κι εξαφανίζονταν στα χέρια του Θομ, σαν να μην είχε αίσθηση του τι έκανε. Ακόμα και η Μπιργκίτε έβαλε βέλος στο τόξο της. Η Νυνάβε κούνησε το κεφάλι. Μόνο ένας γενναίος όχλος θα τολμούσε να εμφανιστεί μπροστά σ’ αυτούς τους ανθρώπους.