Выбрать главу

Κι έπειτα έφτασαν στη Σαμάρα, κι ευχήθηκε να είχε δεχθεί την προσφορά του Πέτρα και των Τσαβάνα και όσων άλλων μπορούσε να βρει.

Οι πύλες στέκονταν ανοιχτές και αφρούρητες, και έξι μαύρες στήλες καπνού υψώνονταν πίσω από τα γκρίζα τείχη. Οι δρόμοι παραπέρα ήταν έρημοι. Κάτω από τα πόδια τους έτριζαν θρύψαλα τζαμιών από σπασμένα παράθυρα· αυτός ήταν ο μόνος ήχος, με εξαίρεση ένα απόμακρο βούισμα, σαν τερατώδη σμήνη από σφήκες να ’χαν σκορπίσει στην πόλη. Στο πλακόστρωτο ήταν σκορπισμένα έπιπλα και ρούχα, κατσαρολικά και πήλινα σκεύη, πράγματα που είχαν πεταχτεί από σπίτια και μαγαζιά, μολονότι δεν μπορούσε να πει κάποιος αν το είχαν κάνει πλιατσικολόγοι ή άνθρωποι στο φευγιό τους.

Το θύμα δεν ήταν μόνο οι περιουσίες. Σε ένα σημείο, ένα πτώμα με ωραίο πράσινο μεταξωτό σακάκι κρεμόταν το μισό έξω από ένα παράθυρο, χαλαρό κι ασάλευτο· αλλού, ένας ρακένδυτος άνδρας ήταν κρεμασμένος από το λαιμό στο πρόστεγο ενός γανωτή. Μερικές φορές, σε κάποιον παράδρομο ή σοκάκι, η Νυνάβε έβλεπε φευγαλέα κάτι που μπορεί να ήταν μπόγος από παλιόρουχα· ήξερε όμως ότι δεν ήταν.

Σε μια είσοδο σπιτιού, που η τσακισμένη πόρτα κρεμόταν στραβά από ένα μεντεσέ, μικρές φλόγες έγλειφαν μια ξύλινη σκάλα κι ο καπνός μόλις άρχιζε να απλώνεται. Ο δρόμος τώρα μπορεί να ήταν άδειος, αλλά αυτός που το είχε κάνει δεν είχε πολλή ώρα που ήταν εδώ. Η Νυνάβε, γυρνώντας το κεφάλι δεξιά-αριστερά, προσπαθώντας να κοιτάξει παντού, έσφιξε γερά το μαχαίρι στη ζώνη της.

Μερικές φορές το θυμωμένο βουητό δυνάμωνε, σαν ένας λαρυγγώδης βρυχηθμός οργής δίχως λέξεις, που έμοιαζε να βρίσκεται ένα δρόμο παραπέρα· όμως, όταν τους βρήκαν οι μπελάδες, ξέσπασαν βουβά και ξαφνικά. Η μάζα των ανδρών βγήκε από την επόμενη γωνία σαν κοπάδι λύκων που κυνηγούν, κλείνοντας ολόκληρο το δρόμο, δίχως ήχο με εξαίρεση το βρόντο από τις μπότες τους. Η όψη της Νυνάβε και των άλλων ήταν σαν δαυλός που πετάς σε μια θημωνιά. Δεν δίστασαν διόλου· χίμηξαν μπροστά σαν ένας, ουρλιάζοντας λυσσασμένα, ανεμίζοντας δικράνια και σπαθιά, τσεκούρια και ρόπαλα, ό,τι μπορούσαν να πάρουν στα χέρια για όπλο.

Η Νυνάβε είχε ακόμα αρκετό θυμό για να αγκαλιάσει το σαϊντάρ, και το έκανε δίχως να σκεφτεί, προτού καν δει τη λάμψη να πετιέται γύρω από την Ηλαίην. Υπήρχαν δέκα τρόποι που μπορούσε να σταματήσει αυτόν τον όχλο μόνη της, δέκα ακόμα που μπορούσε να τον θερίσει αν ήθελε. Αν δεν υπήρχε η πιθανότητα να είναι κάπου η Μογκέντιεν. Δεν ήξερε αν ήταν η ίδια σκέψη αυτή που είχε συγκρατήσει και την Ηλαίην. Ήξερε μόνο ότι κράτησε το θυμό και την Αληθινή Πηγή με αντίστοιχο ζήλο, και η δυσκολία ήταν η Μογκέντιεν και όχι ο όχλος που ερχόταν. Τα κράτησε αυτά τα δύο και ήξερε ότι δεν τολμούσε να κάνει τίποτα. Όχι, εφόσον υπήρχε οποιαδήποτε άλλη πιθανότητα. Σχεδόν ευχήθηκε να μπορούσε να κόψει τις ροές που ύφαινε η Ηλαίην. Πρέπει να υπήρχε κι άλλος τρόπος.

Ένας άνδρας με κουρελιασμένο κόκκινο σακάκι, το οποίο πρέπει να ανήκε σε κάποιον άλλο, κρίνοντας από τα χρυσοπράσινα κεντητά στολίδια του, έτρεχε μπροστά από τους άλλους με μακριές δρασκελιές και στριφογύριζε ένα τσεκούρι για ξύλα πάνω από το κεφάλι του. Το βέλος της Μπιργκίτε τον πέτυχε στο μάτι. Έπεσε φαρδύς-πλατύς και οι υπόλοιποι τον τσαλαπάτησαν, με αλλοιωμένα πρόσωπα και με ουρλιαχτά δίχως λέξεις. Τίποτα δεν θα τους σταματούσε. Μ’ ένα αλύχτημα, που ήταν το μισό οργή και το μισό καθαρός φόβος, η Νυνάβε έσυρε το μαχαίρι της και προετοιμάστηκε να διαβιβάσει.

Σαν κύμα που πέφτει στα βράχια, η επέλαση τσακίστηκε στο Σιναρανό ατσάλι. Οι άνδρες με τους κότσους στην κορυφή του κεφαλιού, σχεδόν εξίσου τραχιοί μ’ αυτούς που πολεμούσαν, δούλευαν μεθοδικά τα σπαθιά τους με τη μακριά λαβή, μάστορες της τέχνης τους, και η σφαγή δεν πέρασε την πρώτη γραμμή. Άνδρες έπεφταν ουρλιάζοντας για τον Προφήτη, όμως άλλοι σκαρφάλωναν πάνω τους. Ο Τζούιλιν, ο ανόητος, ήταν σε κείνη τη γραμμή, με το κωνικό καπέλο κουρνιασμένο στο μελαψό κεφάλι του, και το λεπτό ραβδί του ήταν μια θολούρα από τη γρηγοράδα με την οποία απέκρουε χτυπήματα, έσπαγε μπράτσα και άνοιγε κεφάλια. Ο Θομ δούλευε πίσω από τη γραμμή, με γερό βήμα παρά το χωλό πόδι του, καθώς χιμούσε από σημείο σε σημείο για να αντιμετωπίσει τους λίγους που είχαν καταφέρει να περάσουν· είχε μόνο ένα εγχειρίδιο σε κάθε χέρι, όμως ακόμα και ξιφομάχοι σκοτώνονταν από κείνες τις λεπίδες. Το τραχύ πρόσωπο του βάρδου ήταν βλοσυρό, όταν όμως ένα θηρίο με δερμάτινο γιλέκο σιδερά πλησίασε την Ηλαίην με το δικράνι του, ο Θομ γρύλισε άγρια, σαν να ήταν κι αυτός του όχλου, και σχεδόν έκοψε σύρριζα το κεφάλι του άλλου καθώς του άνοιγε το λαιμό. Μέσα σ’ όλα αυτά, η Μπιργκίτε γαλήνια άλλαζε θέσεις και κάθε βέλος έβρισκε κι ένα μάτι.