Выбрать главу

Παρ’ όλο όμως που αναχαίτισαν τον όχλο, αυτός που τον διέλυσε ήταν ο Γκάλαντ. Αντιμετώπισε την εφόρμηση τους σαν να περίμενε τον επόμενο χορό στη δεξίωση, αμέριμνος, με τα χέρια σταυρωμένα, χωρίς να κάνει καν τον κόπο να γυμνώσει τη λεπίδα του, παρά μόνο όταν βρέθηκαν σχεδόν μπροστά του. Τότε χόρεψε, και η χάρη των κινήσεών του έγινε μέσα σε μια στιγμή ένας ρέων θάνατος. Δεν στάθηκε ακίνητος για να τους χτυπά· άνοιξε πέρασμα ως την καρδιά του όχλου, ένα δρόμο πλατύ όσο η σπαθιά του. Μερικές φορές πέντε ή έξι τον πλησίαζαν με σπαθιά και τσεκούρια και πόδια τραπεζιών, που τα κρατούσαν σαν ρόπαλα, όμως μόνο όσο για να πεθάνουν. Απ’ αυτόν έτρεξαν να φύγουν οι πρώτοι, πετώντας τα όπλα τους, και, όταν το έσκασαν και οι υπόλοιποι, άνοιξαν χώρο γύρω του. Καθώς χάνονταν γυρνώντας από κει που είχαν έρθει, αυτός στεκόταν είκοσι βήματα μακριά απ’ όλους τους άλλους, μονάχος ανάμεσα στους νεκρούς και στα βογκητά αυτών που πέθαιναν.

Η Νυνάβε ανατρίχιασε, καθώς ο Γκάλαντ έσκυβε για να σκουπίσει τη λεπίδα του στο σακάκι ενός πτώματος. Οι κινήσεις του ήταν γεμάτες χάρη, ακόμα και σε κάτι τέτοιο. Ήταν πανέμορφος, ακόμα και σε κάτι τέτοιο. Της ήρθε αναγούλα.

Δεν είχε ιδέα πόση ώρα είχε περάσει. Μερικοί Σιναρανοί έγερναν στα σπαθιά τους, λαχανιασμένοι. Και κοιτώντας τον Γκάλαντ με αρκετό σεβασμό. Ο Θομ ήταν σκυμμένος και στηριζόταν με το ένα χέρι στο γόνατο, ενώ με το άλλο προσπαθούσε να διώξει την Ηλαίην, λέγοντάς της ότι απλώς ήθελε να πάρει μια ανάσα. Λεπτά, ώρες· το ίδιο έμοιαζε.

Αυτή τη φορά, κοιτώντας τους πληγωμένους που κείτονταν στο πλακόστρωτο εδώ κι εκεί, τον άλλο που σερνόταν να φύγει, δεν ένιωθε καμία επιθυμία να Θεραπεύσει, κανέναν οίκτο. Λίγο παραπέρα ήταν ένα δικράνι, όπως το ’χε πετάξει κάποιος· σε ένα δόντι ήταν καρφωμένο ένα κομμένο ανδρικό κεφάλι, σε ένα άλλο ένα γυναικείο. Το μόνο που ένιωθε ήταν ναυτία κι επίσης ευγνωμοσύνη που δεν ήταν δικό της το κεφάλι. Κι επίσης παγωνιά.

«Ευχαριστώ», είπε δυνατά, σε κανέναν συγκεκριμένα και σε όλους. «Ευχαριστώ πολύ». Τα λόγια την έτσουζαν λιγάκι —δεν της άρεσε να ομολογεί κάτι που δεν μπορούσε να κάνει μόνη της― αλλά ήταν αληθινά. Τότε η Μπιργκίτε ένευσε σε ένδειξη αποδοχής και η Νυνάβε πάλεψε με τον εαυτό της. Όμως η Μπιργκίτε είχε κάνει ό,τι και οι άλλοι. Περισσότερα απ’ ό,τι είχε κάνει η Νυνάβε. Ξανάχωσε το μαχαίρι στη θήκη της ζώνης της. «Σημαδεύεις... πολύ καλά».

Μ’ ένα στραβό χαμόγελο, σαν να ήξερε πόσο δύσκολα είχαν βγει αυτά τα λόγια από το στόμα της Νυνάβε, η Μπιργκίτε πήγε να πάρει τα βέλη της. Η Νυνάβε ανατρίχιασε και προσπάθησε να μην βλέπει.

Οι περισσότεροι Σιναρανοί είχαν πληγές, και ο Θομ και ο Τζούιλιν επίσης αιμορραγούσαν —σαν από θαύμα, ο Γκάλαντ ήταν απείραχτος· ή μπορεί να μην ήταν θαύμα, με τον τρόπο που κουμάνταρε το σπαθί του― αλλά, σαν σωστοί άνδρες, ο καθένας επέμενε ότι τα τραύματά του ήταν αμελητέα. Ακόμα και ο Ούνο είπε ότι έπρεπε να προχωρήσουν, ενώ είχε το ένα χέρι να κρέμεται και μια χαρακιά στο πλάι του προσώπου του, του οποίου η ουλή θα γινόταν κατοπτρικό είδωλο της άλλης, αν δεν Θεραπευόταν γρήγορα.

Στην πραγματικότητα, η Νυνάβε δεν είχε αντίρρηση να φύγουν, παρ’ όλο που σκεφτόταν ότι έπρεπε να φροντίσει τα τραύματά τους. Η Ηλαίην αγκάλιασε τον Θομ για να τον στηρίξει· σε απάντηση, αυτός αρνήθηκε να γείρει πάνω της και άρχισε να απαγγέλλει μια ιστορία στον Υψηλό Ρυθμό, με τόσο περίτεχνη διατύπωση, ώστε δύσκολα αναγνώριζε κάποιος την ιστορία της Κιρούκαν, της πανέμορφης στρατιωτικής βασίλισσας των Πολέμων των Τρόλοκ.

«Ήταν όλο νεύρα, σαν αρκούδα πιασμένη σε αγκαθωτούς θάμνους, ακόμα και στα καλά της», είπε μαλακά η Μπιργκίτε, χωρίς να μιλά σε κάποιον συγκεκριμένο. «Δεν έμοιαζε καθόλου με κάποια εδώ κοντά».

Η Νυνάβε έτριξε τα δόντια. Ό,τι και να ’κανε η Μπιργκίτε, δεν θα ξανάκουγε κομπλιμέντα απ’ αυτήν. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, κάθε άνδρας στους Δύο Ποταμούς θα μπορούσε να σημαδέψει καλά από τέτοια απόσταση. Ακόμα και τα αγοράκια.

Μπουμπουνητά τούς ακολούθησαν, μακρινοί βρυχηθμοί από άλλους δρόμους, και είχε συχνά την αίσθηση ότι μάτια τούς κοίταζαν από τα άδεια, δίχως τζάμια παράθυρα. Αλλά πρέπει να είχε διαδοθεί η είδηση ή ίσως οι παρατηρητές να είχαν δει τι είχε συμβεί, επειδή δεν συνάντησαν ψυχή στο διάβα τους, ώσπου ξαφνικά δύο δωδεκάδες Λευκομανδίτες εμφανίστηκαν στο δρόμο μπροστά τους, οι μισοί με τα βέλη έτοιμα στις χορδές, οι υπόλοιποι με τις λεπίδες γυμνές. Οι λεπίδες των Σιναρανών υψώθηκαν την ίδια στιγμή.

Με μια σύντομη στιχομυθία μεταξύ του Γκάλαντ και ενός άλλου με τραχύ πρόσωπο κάτω από ένα κωνικό κράνος μπόρεσαν να περάσουν, αν και ο άνθρωπος κοίταζε τους Σιναρανούς με αμφιβολία, όπως και τον Θομ και τον Τζούιλιν, και την Μπιργκίτε βεβαίως. Η Νυνάβε εκνευρίστηκε. Καλά έκανε η Ηλαίην και προχωρούσε με το πηγούνι υψωμένο, αγνοώντας τους Λευκομανδίτες, λες και ήταν υπηρέτες, αλλά της Νυνάβε δεν της άρεσε να θεωρεί τίποτα δεδομένο.