Выбрать главу

Ξαφνικά του Ραντ του πέρασε από το νου ότι αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος που κάποιοι Αελίτες είχαν πάρει τόσο άσχημα τα όσα είχε αποκαλύψει. Θα πρέπει να τους φαινόταν ότι οι πρόγονοί τους είχαν ορκιστεί γκαϊ’σάιν, όχι μόνο για τον εαυτό τους αλλά και για όλες τις μετέπειτα γενιές. Κι αυτές οι γενιές —όλες τους, ως τη σημερινή μέρα― παραβίαζαν το τζι’ε’τόχ πιάνοντας το δόρυ. Είχαν άραγε τέτοιες απορίες οι άνδρες που βρίσκονταν μπροστά του; Για τους Αελίτες το τζι’ε’τόχ ήταν σοβαρή υπόθεση.

Οι γκαϊ’σάιν έφυγαν πατώντας στα μαλακά σανδάλια τους, σχεδόν χωρίς ίχνος ήχου. Κανένας από τους αρχηγούς φατρίας δεν άγγιξε το κρασί ή τα φαγητά.

“Υπάρχει ελπίδα να με συναντήσει ο Κουλάντιν;” Ο Ραντ ήξερε πως όχι· είχε σταματήσει να στέλνει αιτήσεις συνάντησης μόλις είχε μάθει ότι ο Κουλάντιν έγδερνε ζωντανούς τους μαντατοφόρους. Αλλά ήταν ένας τρόπος για να αρχίσουν να μιλάνε οι άλλοι.

Ο Χαν ξεφύσηξε περιφρονητικά. «Το μόνο νέο που μάθαμε είναι ότι θέλει να γδάρει εσένα όταν σε ξαναδεί. Λες να είναι υπέρ της συζήτησης;»

«Μπορώ να τον ξεκόψω από το Σάιντο;»

«Τον ακολουθούν», είπε ο Ρούαρκ. «Δεν είναι αρχηγός, αλλά αυτοί πιστεύουν ότι είναι». Ο Κουλάντιν ποτέ δεν είχε πάει σε κείνες τις γυάλινες κολόνες· μπορεί μάλιστα όντως να πίστευε ότι, όπως ισχυριζόταν δημοσίως, αυτά που είχε πει ο Ραντ ήταν ένα ψέμα. «Λέει ότι αυτός είναι ο Καρ’α’κάρν, κι εκείνοι τον πιστεύουν. Οι Κόρες του Σάιντο που ήρθαν εδώ, ήρθαν για την κοινωνία τους, κι αυτό επειδή οι Φαρ Ντάραϊς Μάι υπερασπίζονται την τιμή σου. Δεν θα έρθει κανένας άλλος από το Σάιντο».

«Στέλνουμε ανιχνευτές να τους παρακολουθούν», είπε ο Μπρούαν, «και οι Σάιντο τους σκοτώνουν όταν τους βρίσκουν —ο Κουλάντιν σχεδόν έχει προκαλέσει πεντ’ έξι βεντέτες έτσι― όμως ως τώρα δεν δείχνει ότι θα μας επιτεθεί εδώ. Όπως άκουσα, ισχυρίζεται ότι βεβηλώσαμε το Ρουίντιαν και ότι, αν μας επιτεθεί εδώ, θα πρόκειται για ακόμη χειρότερη βεβήλωση».

Ο Έριμ μούγκρισε και ανασάλεψε στο μαξιλαράκι του. «Εννοεί ότι έχει τόσα δόρατα εδώ που φτάνουν και με το παραπάνω για να σκοτώσουν δυο φορές τον κάθε Σάιντο». Έριξε ένα μπουκιά άσπρο τυρί στο στόμα του, γρυλίζοντας, καθώς το μασούσε. «Οι Σάιντο πάντα ήταν δειλοί και κλέφτες».

«Άτιμα σκυλιά», είπαν μαζί ο Μπάελ και ο Τζέραν και κοιτάχτηκαν σαν να νόμιζε ο καθένας τους ότι ο άλλος του είχε παίξει κάποιο κόλπο.

«Είτε είναι άτιμοι είτε όχι», είπε χαμηλόφωνα ο Μπρούαν, «οι οπαδοί του Κουλάντιν αυξάνονται». Παρ’ όλο που μιλούσε γαλήνια, ήπιε μια μεγάλη γουλιά από το κύπελλό του προτού συνεχίσει. «Όλοι ξέρετε για τι πράγμα μιλάω. Μερικοί απ’ αυτούς που το βάζουν στα πόδια, μετά τη μελαγχολία, δεν πετάνε τα δόρατά τους. Αντίθετα, πηγαίνουν στις κοινωνίες τους στο Σάιντο».

«Κανένας Τομανέλε δεν έχει εγκαταλείψει τη φατρία του», γάβγισε ο Χαν.

Ο Μπρούαν κοίταξε πέρα από τον Ρούαρκ και τον Έριμ, προς τον αρχηγό των Τομανέλε, και είπε με έμφαση, «Συμβαίνει σε όλες τις φατρίες». Χωρίς να περιμένει από τον άλλο να αμφισβητήσει ξανά τα λόγια του, βολεύτηκε στο μαξιλαράκι του. «Δεν μπορούμε να το αποκαλέσουμε σχίσμα. Πάνε στις κοινωνίες τους. Όπως οι Κόρες του Σάιντο που ήρθαν εδώ στη Στέγη τους».

Κάποια μουρμουρητά ακούστηκαν, αλλά κανένας αυτή τη φορά δεν λογομάχησε μαζί τους. Οι κανόνες που κυβερνούσαν τις πολεμικές κοινωνίες των Αελιτών ήταν πολύπλοκοι και με κάποιον τρόπο τα μέλη τους ένιωθαν να δεσμεύονται εξίσου στενά από τις κοινωνίες τους όσο και από τις φατρίες τους. Για παράδειγμα, τα μέλη της ίδιας κοινωνίας δεν πολεμούσαν μεταξύ τους, ακόμα και όταν οι φατρίες τους είχαν βεντέτα αίματος. Κάποιοι άνδρες δεν παντρεύονταν μια γυναίκα όταν αυτή ήταν στενή συγγενής κάποιου μέλους της κοινωνίας τους, λες και το γεγονός αυτό την έκανε εξ αίματος συγγενή τους. Τα δε έθιμα που είχαν οι Φαρ Ντάραϊς Μάι, οι Κόρες του Δόρατος, ο Ραντ δεν ήθελε ούτε να τα σκέφτεται.

«Πρέπει να μάθω ποιες είναι οι προθέσεις του Κουλάντιν», τους είπε. Ο Κουλάντιν ήταν ένας ταύρος με μέλισσα στο αυτί του· μπορεί να εφορμούσε προς πάσα κατεύθυνση. Ο Ραντ κοντοστάθηκε. «Θα ήταν ατιμία να στείλουμε ανθρώπους για να πάνε στις κοινωνίες τους μεταξύ των Σάιντο;» Δεν χρειάστηκε να εξηγήσει αναλυτικότερα τι εννοούσε. Όλοι μαζί μούδιασαν όπως κάθονταν, ακόμα κι ο Ρούαρκ, και τα βλέμματά τους ήταν τόσο παγωμένα, που μπορούσαν να εξορίσουν τη ζέστη από το δωμάτιο.

«Το να κατασκοπεύσει κανείς με τέτοιο τρόπο» —ο Έριμ στράβωσε το στόμα προφέροντας τη λέξη “κατασκοπεύσει”, σαν να ήταν ρυπαρή― «θα ήταν σαν να κατασκόπευε την ίδια του την κοινωνία. Δεν το κάνεις, αν έχεις τιμή».