Το ποτάμι δεν απείχε πολύ. Πέρα από μερικές πέτρινες αποθήκες με στέγες από λιθοκέραμα, οι τρεις πέτρινες αποβάθρες της πόλης μόλις που έφταναν στο νερό περνώντας πάνω από την ξεραμένη λάσπη. Ένα χοντρό δικάταρτο σκάφος στεκόταν στο τέλος της μιας, με τα ίσαλα ψηλά. Η Νυνάβε έλπιζε να έβρισκαν χωριστές καμπίνες. Ευχήθηκε να μην σκαμπανέβαζε πολύ.
Ένα μικρό πλήθος ήταν μαζεμένο είκοσι βήματα από την αποβάθρα, μπροστά στα άγρυπνα βλέμματα τεσσάρων φρουρών με λευκούς μανδύες· καμιά δωδεκάδα άνδρες, κυρίως ηλικιωμένοι, όλοι κουρελιασμένοι και χτυπημένοι, και άλλες τόσες γυναίκες, οι περισσότερες με δυο-τρία παιδιά να κρέμονται πάνω τους, ενώ μερικές είχαν και κάποιο μωρό στην αγκαλιά. Δύο ακόμα Λευκομανδίτες στέκονταν ακριβώς μπροστά στην αποβάθρα. Τα παιδιά έκρυβαν τα πρόσωπα στα φουστάνια των μανάδων τους, όμως οι ενήλικες κοίταζαν το πλοίο με λαχτάρα. Η εικόνα ράγιζε την καρδιά της Νυνάβε· θυμόταν ίδια βλέμματα, πολύ περισσότερα, στο Τάντσικο. Ανθρώπους που έλπιζαν απεγνωσμένα να βρεθούν σε ασφαλή τόπο. Για εκείνους δεν είχε μπορέσει να κάνει τίποτα.
Προτού προλάβει να κάνει κάτι γι’ αυτούς, ο Γκάλαντ άρπαξε κι αυτήν και την Ηλαίην από το μπράτσο, τις έσυρε στην αποβάθρα και τις κατέβασε από μια τρεμάμενη σανιδόσκαλα. Έξι άνδρες με αυστηρά πρόσωπα, λευκούς μανδύες και στιλβωμένες πανοπλίες στέκονταν στο κατάστρωμα και κοίταζαν μια ομάδα ξυπόλητων, γυμνόστηθων ως επί το πλείστον ανδρών που κάθονταν οκλαδόν στις κοφτές μάσκες της πλώρης. Ο καπετάνιος, που στεκόταν στην αρχή της σανιδόσκαλας, κοίταζε εξίσου ξινά τους Λευκομανδίτες και το μπουλούκι που πλημμύριζε το πλοίο του.
Ο Άγκνι Νέρες ήταν ψηλός και κοκαλιάρης, φορούσε σκούρο σακάκι, είχε πεταχτά αυτιά και σκυθρωπή όψη στο στενό πρόσωπό του. Δεν έδινε σημασία στον ιδρώτα που κυλούσε στα μάγουλά του. «Πλήρωσες τα ναύλα δύο γυναικών. Θες να πάρω τζάμπα την άλλη κούκλα και τους άνδρες;» Η Μπιργκίτε τον κοίταξε απειλητικά, όμως εκείνος δεν φάνηκε να την προσέχει.
«Θα πάρεις τα χρήματά σου, καλέ μου καπετάνιε», του είπε η Ηλαίην ψυχρά.
«Αρκεί να είναι λογική η τιμή», είπε η Νυνάβε και αγνόησε την αιχμηρή ματιά της Ηλαίην.
Το στόμα του Νέρες στένεψε, κάτι που φαινόταν αδύνατο, κι αυτός ξαναμίλησε στον Γκάλαντ. «Τότε, αν κατεβάσεις τους άνδρες σου από το σκάφος μου, θα σαλπάρω. Δεν θέλω ούτε μέρα να βρίσκομαι εδώ».
«Αρκεί να πάρεις και τους άλλους επιβάτες σου», είπε η Νυνάβε, κάνοντας νόημα στους μαζεμένους ανθρώπους.
Ο Νέρες έψαξε για τον Γκάλαντ και είδε ότι είχε απομακρυνθεί, προκειμένου να μιλήσει με τους άλλους Λευκομανδίτες, και τότε κοίταξε τον κόσμο στη στεριά και μίλησε στον αέρα πάνω από το κεφάλι της Νυνάβε. «Όποιους μπορούν να πληρώσουν. Δεν βλέπω πολλούς ανάμεσά τους που να έχουν λεφτά. Και να είχαν όμως, δεν μπορώ να τους πάρω όλους».
Εκείνη σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών, για να προσέξει στα σίγουρα ο άλλος το χαμόγελό της. Το σαγόνι του βυθίστηκε στο γιακά του. «Όλους ως τον τελευταίο, καπετάνιε. Αλλιώς θα σου κόψω τα αυτιά».
Ο άλλος άνοιξε το στόμα όλο θυμό και μετά τα μάτια του πλάτυναν, κοιτώντας πιο πέρα από τη Νυνάβε. «Καλά», είπε βιαστικά. «Αλλά θέλω κάποια πληρωμή. Ελεημοσύνη δίνω την Πρωτομέρα, κι έχει περάσει».
Η Νυνάβε ξαναπάτησε κανονικά στο κατάστρωμα και κοίταξε καχύποπτα πάνω από τον ώμο της. Εκεί στέκονταν ο Θομ, ο Τζούιλιν και ο Ούνο, κοιτώντας ανέκφραστα τη Νυνάβε και τον Νέρες. Όσο ανέκφραστα μπορούσαν, με τέτοια χαρακτηριστικά που είχε ο Ούνο, και με τα αίματα στα πρόσωπά τους. Υπερβολικά ανέκφραστα.
Η Νυνάβε ξεφύσηξε κοφτά και είπε, «Θέλω να τους δω όλους ν’ ανεβαίνουν στο πλοίο προτού πιάσεις έστω κι ένα σκοινί», και πήγε να βρει τον Γκάλαντ. Μάλλον του άξιζε ένα ευχαριστώ. Ο Γκάλαντ νόμιζε ότι αυτό που έκανε ήταν το σωστό. Αυτό ήταν το πρόβλημα ακόμα και με τους καλύτερους άνδρες. Πάντα νόμιζαν ότι κάνουν το σωστό. Πάντως, ό,τι κι αν είχαν κάνει εκείνοι οι τρεις, την είχαν γλιτώσει από τον καυγά.
Τον βρήκε μαζί με την Ηλαίην, και το όμορφο πρόσωπό του ήταν γεμάτο σύγχυση. Έλαμψε όταν την είδε. «Νυνάβε, πλήρωσα το ταξίδι σας ως το Μποάντα. Είναι μόνο στα μισά του δρόμου για την Αλτάρα, όπου ο Μπόερν χύνεται στον Έλνταρ, αλλά δεν είχα λεφτά για πιο πέρα. Ο πλοίαρχος Νέρες μου πήρε και το τελευταίο χάλκινο που είχα στο πουγκί μου, και αναγκάστηκα να δανειστώ από πάνω. Ο άνθρωπος χρεώνει το δεκαπλάσιο. Φοβάμαι ότι θα πρέπει να κανονίσετε μόνες σας από κει πώς θα πάτε στο Κάεμλυν. Ειλικρινά λυπάμαι».