Выбрать главу

«Έχεις ήδη κάνει πολλά», είπε η Ηλαίην, και το βλέμμα της στράφηκε στα σύννεφα του καπνού που υψώνονταν πάνω από τη Σαμάρα.

«Το υποσχέθηκα», είπε αυτός καρτερικά, κουρασμένα. Ήταν ολοφάνερο ότι είχαν κάνει τον ίδιο διάλογο και προτού έρθει η Νυνάβε.

Η Νυνάβε κατάφερε να εκφράσει τις ευχαριστίες της, κάτι που εκείνος απέρριψε με αξιοπρέπεια, με ένα βλέμμα που έλεγε ότι ούτε η Νυνάβε καταλάβαινε. Και η Νυνάβε ήταν έτοιμη να το παραδεχτεί. Ο Γκάλαντ είχε αρχίσει πόλεμο για να κρατήσει μια υπόσχεση —η Ηλαίην είχε δίκιο· οι συμπλοκές θα γινόταν πόλεμος, αν αυτό δεν είχε ήδη γίνει― όμως, με τους άνδρες του να φρουρούν το πλοίο του Νέρες, δεν θα απαιτούσε καλύτερη τιμή. Το πλοίο ήταν του Νέρες, και ο Νέρες ας χρέωνε όσο ήθελε. Αρκεί να έπαιρνε την Ηλαίην και τη Νυνάβε. Ήταν αλήθεια. Ο Γκάλαντ δεν μετρούσε ποτέ τι κόστος είχε το να κάνει το σωστό, ούτε στον εαυτό του ούτε σε κανέναν άλλο.

Στη σανιδόσκαλα κοντοστάθηκε, κοιτώντας την πόλη σαν να έβλεπε το μέλλον. «Μείνετε μακριά από τον Ραντ αλ’Θόρ», είπε ζοφερά. «Φέρνει τον όλεθρο. Θα τσακίσει ξανά τον κόσμο. Μείνετε μακριά». Κι άρχισε να τρέχει στην αποβάθρα, φωνάζοντας να του φέρουν την αρματωσιά του.

Η Νυνάβε αντάλλαξε μια ματιά όλο απορία με την Ηλαίην, αν και σύντομα τράβηξαν αλλού το βλέμμα αμήχανες. Ήταν δύσκολο να μοιραστείς μια τέτοια στιγμή με κάποιον που ήξερες ότι θα τσάκιζε κόκαλα με τη γλώσσα του. Τουλάχιστον αυτός ήταν ο λόγος που ένιωθε άβολα η ίδια· γιατί ήταν ταραγμένη η Ηλαίην, αυτό δεν μπορούσε να το φανταστεί, εκτός αν είχε ξανάρθει στα σύγκαλά της. Ο Γκάλαντ σίγουρα δεν υποψιαζόταν ότι δεν είχαν σκοπό να πάνε στο Κάεμλυν. Σίγουρα όχι. Οι άνδρες δεν είχαν τόση αντίληψη. Οι δύο γυναίκες έκαναν αρκετή ώρα να ξανακοιταχτούν.

49

Προς το Μποάντα

Το φοβισμένο εκείνο πλήθος από άνδρες, γυναίκες και παιδιά το ανέβασαν στο πλοίο χωρίς πολλή φασαρία. Ειδικά από τη στιγμή που η Νυνάβε είχε ξεκαθαρίσει στον καπετάνιο Νέρες ότι θα έβρισκε χώρο για όλους και πως ό,τι ναύλα και να ζητούσε αυτός, εκείνη ήξερε ακριβώς πόσο θα πλήρωνε για να τους πάνε στο Μποάντα. Φυσικά, είχε βοηθήσει λιγάκι το γεγονός ότι είχε λάβει τα μέτρα της και είχε πει χαμηλόφωνα στον Ούνο να βάλει τους Σιναρανούς να κάνουν κάτι με τα σπαθιά τους. Δεκαπέντε σκληροπρόσωποι άνδρες με τραχιά ρούχα, με ξυρισμένο το κεφάλι και κότσο στην κορυφή, λεκιασμένοι από αίμα, που λάδωναν και ακόνιζαν λεπίδες, γελώντας καθώς εξιστορούσαν ο ένας στον άλλο πώς παραλίγο θα σουβλίζονταν σαν αρνιά ― όλα αυτά είχαν ένα άκρως ευεργετικό αποτέλεσμα. Του μέτρησε τα χρήματα στο χέρι και, όταν το έβρισκε επώδυνο, ξαναθυμόταν τις αποβάθρες του Τάντσικο και συνέχιζε το μέτρημα. Ο Νέρες είχε δίκιο σε κάτι· οι άνθρωποι αυτοί δεν είχαν πολλά χρήματα· όσα νομίσματα είχαν πάνω τους, θα τους χρειάζονταν. Η Ηλαίην κακώς την είχε ρωτήσει με κείνο τον αηδιαστικά γλυκό τόνο μήπως της έβγαζαν κανένα δόντι.

Το πλήρωμα έτρεξε να υπακούσει στις φωνές του Νέρες και να λύσει τους κάβους, ενώ οι άνθρωποι ακόμα ανέβαιναν με τα λιγοστά υπάρχοντά τους στα χέρια, όσοι είχαν κάτι παραπάνω από τα κουρέλια που φορούσαν. Η αλήθεια ήταν ότι είχαν γεμίσει ακόμα και το χοντρό σκάφος, και η Νυνάβε αναρωτήθηκε μήπως ο Νέρες είχε δίκιο και σ’ αυτό. Όμως ήταν τέτοια η ελπίδα που έλαμψε στα πρόσωπά τους μόλις πάτησαν γερά στο κατάστρωμα, ώστε ντράπηκε και μόνο που το είχε σκεφτεί. Και μόλις έμαθαν ότι αυτή είχε πληρώσει τα ναύλα τους, μαζεύτηκαν γύρω της, λούζοντάς την μ’ ευχαριστίες και μ’ ευλογίες, μερικοί, τόσο άνδρες όσο και γυναίκες, με τα δάκρυα να κυλούν στα βρώμικα μάγουλά τους. Ευχήθηκε να άνοιγαν τα σανίδια του καταστρώματος κάτω από τα πόδια της να την καταπιούν.

Φρενίτιδα είχε πιάσει το πλήρωμα, καθώς εκτείνονταν τα κουπιά και απλώνονταν τα πανιά, και η Σαμάρα μίκρυνε πίσω τους, προτού η Νυνάβε προλάβει να δώσει τέλος στις ευχαριστίες. Αν η Ηλαίην ή η Μπιργκίτε έλεγαν έστω μια κουβέντα, θα έτρωγαν τόσο ξύλο που θα αργούσαν να το ξεχάσουν.

Πέρασαν πέντε μέρες στο Ριβερσέρπεντ, πέντε μέρες που το πλοίο ακολουθούσε τις αργές, φιδίσιες στροφές του Έλνταρ μέσα στις καυτές μέρες και τις ελάχιστα πιο δροσερές νύχτες. Μερικά πράγματα άλλαξαν προς το καλύτερο σ’ αυτό το διάστημα, αλλά το ταξίδι δεν άρχισε καλά.

Το πρώτο πραγματικό πρόβλημα στο δρόμο τους ήταν η καμπίνα του Νέρες στην πρύμνη, το μόνο μέρος του πλοίου που προσφερόταν για κατάλυμα, αν εξαιρούσες το κατάστρωμα. Όχι ότι ο Νέρες είχε αρνηθεί να μετακομίσει. Η βιασύνη του —παντελόνια και σακάκια και πουκάμισα κρέμονταν από τους ώμους του και ξεχείλιζαν από το μπόγο στην αγκαλιά του, ενώ στο ένα χέρι είχε την κούπα του ξυρίσματος και στο άλλο το ξυράφι― έκανε τη Νυνάβε να κοιτάξει αυστηρά τον Θομ και τον Τζούιλιν και τον Ούνο. Άλλο ήταν να τους χρησιμοποιεί αυτή όταν το επέλεγε, κι εντελώς άλλο να την φροντίζουν πίσω από την πλάτη της. Τα πρόσωπά τους είχαν την πιο ανοιχτή έκφραση, τα μάτια τους το πιο αθώο βλέμμα. Η Ηλαίην ψάρεψε άλλο ένα ρητό της Λίνι. «Το ανοιχτό σακί δεν κρύβει τίποτα, η ανοιχτή πόρτα ελάχιστα, αλλά ο άνδρας που έχει ανοιχτή έκφραση σίγουρα κρύβει κάτι».