Выбрать главу

Ό,τι πρόβλημα όμως κι αν παρουσίαζαν οι άνδρες, το πρόβλημα τώρα ήταν η ίδια η καμπίνα. Μύριζε μούχλα και κλεισούρα, ακόμα και με τα μικρούλικα παράθυρα ανοιχτά, τα οποία άφηναν ελάχιστο φως να μπει στα υγρά έγκατά της. «Έγκατα» ήταν η σωστή λέξη. Η καμπίνα ήταν μικρή, μικρότερη από την άμαξα, και τον περισσότερο χώρο τον καταλάμβανε ένα βαρύ τραπέζι και μια καρέκλα με ψηλή ράχη, στερεωμένη στο πάτωμα, και η σκάλα που έβγαζε στο κατάστρωμα. Το μέρος το στρίμωχνε ακόμα περισσότερο ο νιπτήρας που ήταν ενσωματωμένος στον τοίχο, με ένα λιγδερό λαβομάνο και μ’ ένα στενό, σκονισμένο καθρέφτη, ολοκληρώνοντας την επίπλωση μαζί με μερικά άδεια ράφια και κρεμαστάρια ρούχων. Τα δοκάρια του ταβανιού σχεδόν άγγιζαν τα κεφάλια τους. Και υπήρχε μόνο ένα κρεβάτι, φαρδύτερο από αυτά στα οποία κοιμούνταν ως τώρα, που όμως δεν ήταν για δύο. Με το ύψος που είχε, ο Νέρες ήταν σαν να ζούσε σε κουτί. Ο άνθρωπος δεν είχε αφήσει ούτε ένα πόντο ανεκμετάλλευτο για το φορτίο του.

«Ήρθε στη Σαμάρα μέσα στη νύχτα», μουρμούρισε η Ηλαίην, ενώ άφηνε κάτω τα πράγματά της και στήριζε τις γροθιές στους γοφούς, κοιτάζοντας ολόγυρα αποδοκιμαστικά, «και ήθελε να φύγει μέσα στη νύχτα. Τον άκουσα να λέει σ’ έναν από τους δικούς του πως, ό,τι και να θέλουν οι τσούπρες, αυτός θα αρμενίζει τις νύχτες. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν του αρέσει να ταξιδεύει με το φως της μέρας».

Η Νυνάβε σκέφτηκε τους αγκώνες και τα κρύα πόδια της Ηλαίην, και αναρωτήθηκε μήπως θα ήταν καλύτερα να κοιμάται πάνω με τους πρόσφυγες. «Τι λες τώρα;»

«Ο άνθρωπος είναι λαθρέμπορος, Νυνάβε».

«Μ’ αυτό το σκάφος;» Η Νυνάβε άφησε να πέσουν και τα δικά της πράγματα, ακούμπησε το σακίδιο στο τραπέζι και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Όχι, δεν θα κοιμόταν στο κατάστρωμα. Η καμπίνα μπορεί να μύριζε, όμως θα την άφηναν να αεριστεί, και το κρεβάτι, παρ’ όλο που ήταν στενό, είχε ένα χοντρό πουπουλένιο στρώμα. Το πλοίο πράγματι μπατάριζε ενοχλητικά· αν μη τι άλλο, ας είχε ό,τι άνεση έβρισκε. Η Ηλαίην δεν θα την έδιωχνε από κει. «Είναι ένα βαρέλι. Τυχερές θα είμαστε, αν κάνουμε δυο βδομάδες για να φτάσουμε στο Μποάντα. Το Φως μόνο ξέρει πόσο απέχει το Σαλιντάρ». Καμία τους δεν ήξερε πόσο απείχε το Σαλιντάρ, και ακόμα δεν ήταν ώρα να θίξουν αυτό το ζήτημα στον καπετάνιο Νέρες.

«Όλα ταιριάζουν. Ακόμα και το όνομα. Ριβερσέρπεντ. Ποιος τίμιος πραματευτής θα ονόμαζε το σκάφος του “ερπετό του ποταμού”;»

«Ε, τι κι αν είναι; Δεν θα είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιούμε τις υπηρεσίες ενός λαθρέμπορου».

Η Ηλαίην σήκωσε τα χέρια αγανακτισμένη· πάντα πίστευε ότι είναι σημαντικό να υπακούς το νόμο, όσο ανόητος κι αν ήταν. Είχε περισσότερα κοινά με τον Γκάλαντ απ’ όσο θα ήθελε να παραδεχθεί. Ο Νέρες, λοιπόν, τις είχε αποκαλέσει τσούπρες, ε;

Η δεύτερη δυσκολία ήταν ο χώρος για τους άλλους. Το Ριβερσέρπεντ δεν ήταν πολύ μεγάλο σκάφος, μολονότι φαρδύ, και, αν τους μετρούσες όλους εκεί, έβγαινε ότι κουβαλούσε πάνω από εκατό ανθρώπους. Αρκετό χώρο καταλάμβανε το πλήρωμα που δούλευε τα κουπιά και τα σκοινιά και τα πανιά, κι έτσι δεν απέμενε πολύς για τους επιβάτες. Κι ακόμα χειρότερα, οι πρόσφυγες έμεναν όσο πιο μακριά γινόταν από τους Σιναρανούς· μάλλον είχαν δει ενόπλους και με το παραπάνω. Μόλις που υπήρχε χώρος για να καθίσουν όλοι, όμως όχι για να ξαπλώσουν όλοι.

Η Νυνάβε πλησίασε αμέσως τον Νέρες. «Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν χώρο. Ειδικά οι γυναίκες και τα παιδιά. Αφού δεν έχεις άλλες καμπίνες, θα βολευτούν στο αμπάρι σου».

Το πρόσωπο του Νέρες σκοτείνιασε. Κοιτώντας ίσια μπροστά του, σε κάποιο σημείο προς τα αριστερά της, μούγκρισε, «Το αμπάρι μου είναι γεμάτο πολύτιμο φορτίο. Εξαιρετικά πολύτιμο φορτίο».

«Αναρωτιέμαι αν οι τελωνειακοί ψάχνουν τα πλοία εδώ στον Έλνταρ;» είπε με αδιάφορο τόνο η Ηλαίην, κοιτώντας τις δενδροστοιχισμένες ακροποταμιές. Το ποτάμι εδώ είχε πλάτος μόνο μερικές εκατοντάδες βήματα, με ξεραμένη μαύρη λάσπη και εκτεθειμένο κίτρινο πηλό στις όχθες του. «Στη μια μεριά η Γκεάλνταν και στην άλλη η Αμαδισία. Θα έμοιαζε παράξενο να έχεις το αμπάρι γεμάτο αγαθά από το νότο και να κατευθύνεσαι προς το νότο. Σίγουρα όμως θα έχεις όλα τα έγγραφα που θα αποδεικνύουν ότι πλήρωσες δασμούς. Και μπορείς να εξηγήσεις ότι δεν τα ξεφόρτωσες εξαιτίας των προβλημάτων που υπάρχουν στη Σαμάρα. Άκουσα ότι οι τελωνειακοί δείχνουν μεγάλη κατανόηση».