Οι άκρες του στόματός του έστριβαν προς τα κάτω και ακόμα δεν κοίταζε ούτε τη μια ούτε την άλλη.
Γι’ αυτό είδε καθαρά τον Θομ, όταν ο δεύτερος άνοιξε τα άδεια χέρια του, έκανε μια φανταχτερή χειρονομία και ξαφνικά βρέθηκε να στριφογυρίζει δυο μαχαίρια ανάμεσα στα δάχτυλα του προτού εξαφανίσει το ένα.
«Έτσι, για εξάσκηση», είπε ο Θομ, ξύνοντας το μακρύ μουστάκι του με την άλλη λεπίδα. «Θέλω να διατηρώ μερικές... δεξιότητές μου». Η χαρακιά στο ασπρομάλλικο κρανίο του. και το φρέσκο αίμα στο πρόσωπό του, μαζί με το ματωμένο σχίσιμο στον ώμο του σακακιού και άλλα σχισιματάκια αλλού, τον έκαναν να μοιάζει με κακοποιό, και μόνο ο Ούνο φαινόταν χειρότερος. Το χαμόγελο του Σιναρανού με τα πεταχτά δόντια δεν είχε τίποτα το ενθαρρυντικό κι έκανε να φαίνονται ακόμα χειρότερες η μακριά ουλή του και η καινούρια χαρακιά στο πρόσωπό του, που ήταν κόκκινη και ανοιχτή. Το άγριο πορφυρό μάτι στην καλύπτρα σχεδόν ωχριούσε μπροστά του.
Ο Νέρες έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά, αργή ανάσα.
Οι μπουκαπόρτες άνοιξαν και οι ναύτες έριξαν κιβώτια και πακέτα στο νερό, που κάποια ήταν βαριά, ενώ τα περισσότερα ελαφριά και μύριζαν μπαχαρικά. Ο Νέρες μόρφαζε κάθε φορά που ο ποταμός κατάπινε άλλο ένα. Το πρόσωπό του φωτίστηκε —αν μπορούσες να πεις τέτοιο πράγμα γι’ αυτόν― όταν η Νυνάβε έδωσε οδηγία να αφήσουν κάτω τα τόπια του μεταξιού και τα χαλιά και τις μπάλες του φίνου μάλλινου υφάσματος. Μέχρι τη στιγμή που κατάλαβε ότι η Νυνάβε τα ήθελε για στρώματα. Αν προηγουμένως έκανε μορφασμούς, τώρα το πρόσωπό του έμοιαζε με ξινισμένο γάλα. Όσο κρατούσε αυτό, δεν έβγαλε άχνα. Όταν οι γυναίκες άρχισαν να ανεβάζουν με σχοινιά κουβάδες με νερό για να πλύνουν τα παιδιά τους εκεί στο κατάστρωμα, αυτός πήγε στην πρύμνη, με τα χέρια σφιγμένα στην πλάτη του, και ατένιζε τα επιπλέοντα κιβώτια που απομακρύνονταν.
Κατά κάποιον τρόπο, η παράξενη αντιμετώπιση των γυναικών από τον Νέρες ήταν αυτό που μαλάκωσε την κατάσταση με την κοφτερή γλώσσα της Ηλαίην και της Μπιργκίτε. Τουλάχιστον έτσι το έβλεπε η Νυνάβε· η ίδια προσωπικά διατηρούσε φυσικά τον πράο χαρακτήρα της. Ο Νέρες αντιπαθούσε τις γυναίκες. Οι ναύτες μιλούσαν γρήγορα όταν έπρεπε να συνεννοηθούν με κάποια από αυτές, ρίχνοντας εν τω μεταξύ ματιές στον καπετάνιο μέχρι να μπορέσουν να επιστρέψουν στα καθήκοντα τους. Αν κάποιος έδειχνε άπραγος και καθόταν να ανταλλάξει πάνω από δυο λέξεις με γυναίκα, ο Νέρες, μ’ ένα μουγκρητό, τον έβαζε να κάνει κάποια δουλειά. Τα βιαστικά σχόλιά τους και οι μουρμουριστές προειδοποιήσεις τους έκαναν απολύτως σαφή τη γνώμη του Νέρες.
Οι γυναίκες στοίχιζαν πολλά λεφτά στους άνδρες, τσακώνονταν σαν γάτες και σε έβαζαν σε μπελάδες. Για όσους μπελάδες είχε ένας άνδρας, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο έφταιγαν οι γυναίκες. Ο Νέρες περίμενε ότι οι μισές θα μαλλιοτραβιόνταν στο κατάστρωμα πριν από το πρώτο ηλιοβασίλεμα στο πλοίο. Θα φλέρταραν με το πλήρωμά του και θα έφερναν διχόνοια και καυγάδες. Αν μπορούσε να διώξει όλες τις γυναίκες από το πλοίο του μια για πάντα, θα ένιωθε ευτυχία. Αν μπορούσε να τις διώξει από τη ζωή του, θα ένιωθε έκσταση.
Η Νυνάβε ποτέ δεν είχε συναντήσει τέτοιον άνθρωπο. Είχε ακούσει τους άνδρες να μουρμουρίζουν για τις γυναίκες και τα χρήματα, λες και οι άνδρες δεν χαράμιζαν τα λεφτά τους —δεν είχαν μυαλό για να κουμαντάρουν το χρήμα, ήταν χειρότεροι από την Ηλαίην σ’ αυτό — και είχε ακούσει να κατηγορούν γυναίκες για τα προβλήματά τους, συνήθως ενώ τα είχαν προκαλέσει οι ίδιοι. Αλλά δεν θυμόταν ποτέ να είχε συναντήσει άνδρα, ο οποίος πραγματικά αντιπαθούσε τις γυναίκες. Ξαφνιάστηκε, όταν έμαθε ότι ο Νέρες είχε γυναίκα κι ένα τσούρμο παιδιά στο Έμπου Νταρ, αλλά καθόλου, όταν άκουσε ότι έμενε εκεί μόνο όσο χρειαζόταν για να πάρει καινούριο φορτίο. Δεν ήθελε καν να μιλά με τις γυναίκες. Ήταν καταπληκτικό. Μερικές φορές η Νυνάβε τον λοξοκοίταζε, όπως θα έκανε με ένα παράξενο ζώο. Ήταν πιο παράξενος από τα σ’ρέντιτ και απ’ ό,τι άλλο διέθετε το θηριοτροφείο του Λούκα.
Φυσικά, δεν υπήρχε περίπτωση να χύσουν τη χολή τους η Ηλαίην ή η Μπιργκίτε σε σημείο που ίσως τις άκουγε ο Νέρες. Λες και δεν έφταναν τα όλο νόημα βλέμματα και οι καρτερικές ματιές του Θομ και των άλλων· τουλάχιστον όμως αυτοί προσπαθούσαν να τις κρύψουν. Η απροκάλυπτη ικανοποίηση του Νέρες, επειδή έβγαιναν αληθινές οι γελοίες προσδοκίες του —αυτός σίγουρα έτσι θα το θεωρούσε― θα ήταν αβάσταχτη. Δεν είχαν άλλη επιλογή από το να καταπίνουν το φαρμάκι τους και να χαμογελούν.
Η Νυνάβε προσωπικά θα ήθελε να μείνει λίγο με τον Θομ, τον Ούνο και τον Τζούιλιν μακριά από το βλέμμα του Νέρες. Είχαν αρχίσει να ξεχνιούνται πάλι, και ξεχνούσαν να κάνουν αυτά που τους είχε πει. Το αποτέλεσμα δεν είχε σημασία· μπορούσε να περιμένει. Και για κάποιο λόγο, είχαν αρχίσει να βασανίζουν τον Νέρες με απειλητικά, χαμογελαστά σχόλια, κάτι για σπασμένα κεφάλια και ανοιγμένους λαιμούς. Όμως το μόνο μέρος που ήταν σίγουρη η Νυνάβε ότι θα απέφευγε τον Νέρες ήταν η καμπίνα. Οι άνδρες δεν ήταν ιδιαίτερα μεγαλόσωμοι, αν και ο Θομ ήταν ψηλός και ο Ούνο αρκετά φαρδύς, αλλά, αν στριμώχνονταν όλοι εκεί, θα ξεχείλιζαν την καμπίνα και θα ορθώνονταν από πάνω της. Μια τέτοια κατάσταση δεν θα τη διευκόλυνε να τους τα ψάλει· αν έδινες σε έναν άνδρα την ευκαιρία να σου δείξει το μπόι του, είχε κερδίσει τη μισή μάχη. Έτσι, η Νυνάβε φόρεσε μια ψεύτικη ευχάριστη έκφραση, αγνόησε τα σμιγμένα φρύδια του Θομ και του Τζούιλιν και τις ματιές κατάπληξης του Ούνο και του Ράγκαν, και απόλαυσε την εξωτερική καλή διάθεση που είχαν αναγκαστεί να υιοθετήσουν οι άλλες.