Κατόρθωσε να συνεχίσει να χαμογελά όταν έμαθε γιατί φούσκωναν έτσι τα πανιά και γιατί οι φιδίσιες ακροποταμιές περνούσαν γοργά στον απογευματινό ήλιο σαν άλογο που κάλπαζε. Ο Νέρες έβαλε να μαζέψουν τα κουπιά και να τα φυλάξουν πλάι στις κουπαστές· έμοιαζε σχεδόν ευτυχισμένος, Σχεδόν. Ένα χαμηλό απότομο ύψωμα από πηλό διέτρεχε κατά μήκος την όχθη της Αμαδισίας· από τη μεριά της Γκεάλνταν, υπήρχε μια πλατιά ζώνη από καλαμιές ανάμεσα στο ποτάμι και τα δένδρα, ξεραμένες εκεί απ’ όπου είχαν αποτραβηχτεί τα νερά. Η Σαμάρα ήταν λίγες μόνο ώρες ανάντη.
«Διαβίβασες», είπε η Νυνάβε στην Ηλαίην μέσα από τα δόντια της. Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της με την ανάποδη του χεριού της και αντιστάθηκε στην επιθυμία να χτυπήσει το χέρι στο κατάστρωμα που ανεβοκατέβαινε αργά. Οι άλλοι επιβάτες άφησαν μερικά βήματα χώρο στις δυο τους και στην Μπιργκίτε, όμως η Νυνάβε συνέχισε να μιλά χαμηλόφωνα, όσο πιο φιλικά μπορούσε. Το στομάχι της έμοιαζε να αναδεύεται μαζί με το σκαμπανέβασμα του πλοίου· αυτό δεν έκανε καθόλου καλό στη διάθεση της. «Αυτός ο άνεμος είναι δικό σου έργο». Ευχήθηκε να είχε μείνει αρκετό μάραθο στο σακίδιό της.
Αν έκρινες από την ιδρωμένη, λαμπερή όψη και από τα διάπλατα μάτια της Ηλαίην, μόνο μέλι και γάλα θα έσταζε το στόμα της. «Έχεις γίνει ένα φοβισμένο λαγουδάκι. Σύνελθε. Η Σαμάρα είναι μίλια πίσω μας. Καμία δεν θα μπορούσε να νιώσει κάτι συγκεκριμένο από τέτοια απόσταση. Μόνο αν ήταν στο πλοίο μαζί μας θα το καταλάβαινε. Το έκανα πολύ γρήγορα».
Της Νυνάβε της φάνηκε ότι το πρόσωπό της θα ράγιζε, αν κρατούσε περισσότερο το χαμόγελό της, αλλά με την άκρη του ματιού της είδε τον Νέρες που κοίταζε εξεταστικά τους επιβάτες του και κουνούσε το κεφάλι. Έτσι θυμωμένη που ήταν αυτή τη στιγμή, η Νυνάβε μπορούσε επίσης να διακρίνει το ξεθωριασμένο απομεινάρι της ύφανσης της Ηλαίην. Το να χειρίζεσαι τον καιρό ήταν σαν να κυλούσες μια πέτρα σε κατηφοριά· όπως το άρχιζες, συνήθως έτσι συνέχιζε. Όταν αναπηδούσε και ξέφευγε από το μονοπάτι, όπως θα έκανε κάποια στιγμή, απλώς την ξαναγυρνούσες στη σωστή κατεύθυνση. Η Μογκέντιεν ίσως να ένιωθε μια ύφανση τέτοιου μεγέθους από τη Σαμάρα —ίσως― αλλά όχι τόσο καλά, ώστε να καταλάβει από πού είχε προέλθει. Η Νυνάβε ήταν ισάξια της Μογκέντιεν στη δύναμη, και, αν δεν ήταν αρκετά δυνατή για να κάνει κάτι, θα μπορούσε να πει με αρκετή σιγουριά ότι δεν μπορούσε να το κάνει ούτε η Αποδιωγμένη. Επίσης, ήθελε το ταξίδι τους να είναι όσο το δυνατόν ταχύτερο· εκείνη τη στιγμή, της φαινόταν ότι το να μοιραστεί την καμπίνα με τις άλλες δύο ήταν εξίσου απωθητικό με το να τη μοιραζόταν με τον Νέρες. Κι επίσης, δεν θα της άρεσε καθόλου να περάσουν μια επιπλέον μέρα στο νερό. Πώς μπορούσε ένα πλοίο να κινείται με τέτοιον τρόπο, τη στιγμή που το ποτάμι φαινόταν τόσο γαλήνιο;
Τα χείλη της πονούσαν από το χαμόγελο. «Έπρεπε να ρωτήσεις, Ηλαίην. Όλο πας και κάνεις πράγματα χωρίς να σκεφτείς. Πρέπει πια να συνειδητοποιήσεις ότι, αν πέσεις σε κανένα λάκκο, έτσι που τρέχεις χωρίς να κοιτάζεις, δεν θα έρθει να σε μαζέψει και να σου πλύνει το πρόσωπο η γριά παραμάνα σου». Καθώς έλεγε τα τελευταία λόγια, τα μάτια της Ηλαίην είχαν γίνει στρογγυλά σαν πιατάκια και τα γυμνωμένα δόντια της έμοιαζαν έτοιμα να δαγκώσουν.
Η Μπιργκίτε τις έπιασε κι έσκυψε κοντά τους, λάμποντας σαν να την έπνιγε η χαρά. «Αν δεν σταματήσετε εσείς οι δύο, θα σας ρίξω στο ποτάμι να δροσιστείτε. Κάνετε σαν σερβιτόρες Σάγκο με χειμωνιάτικη φαγούρα!»
Οι τρεις γυναίκες με ιδρωμένα, όλο φιλικότητα πρόσωπα διαλύθηκαν προς τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις όσο μακρύτερα επέτρεπε το πλοίο να είναι η μια από την άλλη. Κατά το ηλιοβασίλεμα, η Νυνάβε άκουσε τον Ράγκαν να λέει ότι οι τρεις τους πρέπει να ήταν πραγματικά ανακουφισμένες που έφευγαν από τη Σαμάρα, έτσι που γελούσαν η μια στον ώμο της άλλης, και οι άλλοι άνδρες σκέφτονταν περίπου το ίδιο, όμως οι υπόλοιπες γυναίκες στο καράβι τις κοίταζαν υπερβολικά ανέκφραστες. Αυτές καταλάβαιναν πότε προμηνύονταν φασαρίες.