Выбрать главу

Λίγο-λίγο όμως αυτές οι φασαρίες υποχώρησαν. Η Νυνάβε δεν κατάλαβε πώς ακριβώς. Ίσως η ευχάριστη όψη που είχαν πάρει η Ηλαίην και η Μπιργκίτε να τις είχε ποτίσει άθελά τους. Ίσως να ήταν γελοίο όλο αυτό, να χαμογελάς φιλικά, ενώ πετάς τσουχτερά λόγια. Όποια κι αν ήταν η αιτία, δεν θα διαμαρτυρόταν για το αποτέλεσμα. Αργά, μέρα τη μέρα, τα λόγια και ο τόνος εναρμονίστηκαν με τα πρόσωπα, και αραιά και πού κάποια έπαιρνε μια έκφραση ντροπής, σίγουρα επειδή ξανάφερνε στο νου το προηγούμενο φέρσιμο της. Δεν ξεστόμισαν ούτε μια συγγνώμη, βεβαίως, κάτι που η Νυνάβε καταλάβαινε πλήρως. Και η ίδια, αν ήταν ανόητη και μοχθηρή, δεν θα ήθελε να το θυμίσει σε κανέναν.

Τα παιδιά έπαιξαν κι αυτά κάποιο ρόλο στο να επανέλθει η ηρεμία της Ηλαίην και της Μπιργκίτε, αν και στην πραγματικότητα όλο αυτό άρχισε με τη Νυνάβε να περιποιείται τις πληγές των ανδρών το πρώτο εκείνο πρωί στο ποτάμι. Είχε βγάλει το σακίδιό της που ήταν γεμάτο βότανα, είχε φτιάξει αλοιφές και βάλσαμα, είχε δέσει κοψίματα. Εκείνες οι χαρακιές την είχαν θυμώσει αρκετά, ώστε να μπορεί να Θεραπεύσει —οι αρρώστιες και οι πληγές πάντα της προκαλούσαν θυμό― και αυτό έκανε, για τις πιο βαριές περιπτώσεις, αν και χρειάστηκε να προσέξει πολύ. Αν εξαφάνιζε τις πληγές, οι άνθρωποι θα μιλούσαν γι’ αυτό, και το Φως μόνο ήξερε τι θα έκανε ο Νέρες, αν πίστευε ότι είχε μια Άες Σεντάι στο πλοίο του· πιθανότατα θα έβγαζε κρυφά κάποιον δικό του στην όχθη της Αμαδισίας, για να τις καταδώσει και να συλληφθούν. Ίσως η είδηση να έκανε το ίδιο και στους πρόσφυγες.

Με τον Ούνο, για παράδειγμα, έτριψε με λίγο τσουχτερό έλαιο επαλείψεων από μάρντρουτ τον καταμωλωπισμένο ώμο του, άπλωσε λίγη αλοιφή από παντογιάτρι στη φρέσκια χαρακιά που κατηφόριζε το πρόσωπο του —μόνο όσο χρειαζόταν χωρίς να σπαταλά τίποτα― κι έδεσε το κεφάλι του με επιδέσμους, τόσο γερά, που αυτός σχεδόν δεν μπορούσε να κουνήσει το σαγόνι, προτού τον Θεραπεύσει. Ο Ούνο τινάχτηκε και σπαρτάρισε, κι αυτή του είπε κοφτά, «Μην κάνεις σαν μωρό, λίγος πόνος δεν είναι τίποτα για έναν μεγάλο, γερό άνδρα. Άφησέ τα και μην τα πειράζεις· αν τα ακουμπήσεις μέσα στις επόμενες τρεις μέρες, θα σου δώσω κάτι που θα αργήσεις να το ξεχάσεις».

Εκείνος ένευσε αργά, κοιτάζοντάς την με τόση αβεβαιότητα, που έδειχνε ότι δεν είχε καταλάβει τι του είχε κάνει. Μπορεί να το συνειδητοποιούσε όταν τελικά έβγαζε τους επιδέσμους, με λίγη τύχη οι άλλοι δεν θα θυμούνταν πόσο βαθύ ήταν το κόψιμο, και είχε αρκετό μυαλό για να κρατήσει το στόμα του κλειστό.

Όταν έκανε την αρχή, ήταν φυσικό να συνεχίσει και με τους άλλους επιβάτες. Ελάχιστοι ήταν οι πρόσφυγες που δεν είχαν μώλωπες και γδαρσίματα, και μερικά παιδιά είχαν πυρετό ή σκουλήκια στα κόπρανα. Αυτά μπορούσε να τα Θεραπεύσει χωρίς πρόβλημα· τα παιδιά πάντα γκρίνιαζαν όταν τους έδινες κάτι που δεν είχε γεύση μελιού. Και, αν έλεγαν στη μητέρα τους ότι είχαν νιώσει κάτι παράξενο, πάντα ήταν παιδική φαντασία.

Η Νυνάβε ποτέ δεν ένιωθε άνετα με τα παιδιά. Ήθελε να γεννήσει τα παιδιά του Λαν, αυτό ήταν αλήθεια. Ένα μέρος της το ήθελε. Τα παιδιά από το τίποτα έφερναν ταραχή. Έκαναν το ανάποδο απ’ ό,τι τους έλεγες, μόλις τους γυρνούσες την πλάτη, μόνο και μόνο για να δουν πώς θα αντιδρούσες. Αλλά κάποια στιγμή έπιασε τον εαυτό της να χαϊδεύει τα μελαχρινά μαλλιά ενός μικρού αγοριού που την έφτανε το πολύ ως τη μέση, το οποίο την κοίταζε πονηρά με φωτεινά γαλανά μάτια. Έμοιαζαν πολύ με τα μάτια του Λαν.

Η Ηλαίην και η Μπιργκίτε ήρθαν μαζί της, στην αρχή μόνο για να επιβάλουν την τάξη, όμως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πλησίασαν κι αυτές τα παιδιά. Το παράξενο ήταν ότι η Μπιργκίτε δεν φαινόταν καθόλου αστεία, καθώς είχε σε κάθε γόνατο ένα τρίχρονο ή τετράχρονο αγοράκι, έναν κύκλο από παιδιά ολόγυρά της, και τους τραγουδούσε ένα ανόητο τραγουδάκι για ζώα που χόρευαν. Και η Ηλαίην μοίραζε ένα σακουλάκι με γλυκές κόκκινες καραμέλες. Το Φως μόνο ήξερε πού τις είχε βρει και γιατί. Δεν έδειξε την παραμικρή ενοχή, όταν η Νυνάβε την τσάκωσε να ρίχνει κι αυτή μια καραμέλα στο στόμα της· απλώς γέλασε, έβγαλε το δάχτυλο ενός κοριτσιού από το στόμα του και του έδωσε κι αυτού μια καραμέλα. Τα παιδιά γελούσαν σαν είχαν θυμηθεί μόλις τώρα πώς είναι να γελάς, και αγκάλιαζαν τα φουστάνια της Νυνάβε ή της Ηλαίην ή της Μπιργκίτε, λες και ήταν τα φουστάνια των μανάδων τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν δύσκολο να έχεις νεύρα. Η Νυνάβε μόλις που μπόρεσε να ξεφυσήξει, κι αυτό αχνά, όταν η Ηλαίην ξανάρχισε να μελετά το α’ντάμ στην απομόνωση της καμπίνας τους τη δεύτερη μέρα. Έμοιαζε πιο πεπεισμένη από ποτέ ότι το βραχιόλι, το περιδέραιο και το λουρί δημιουργούσαν κάποια παράξενη μορφή σύνδεσης. Η Νυνάβε κάθισε μαζί της μια-δυο φορές· η όψη αυτού του βδελυρού πράγματος αρκούσε να τη θυμώσει αρκετά για να αγκαλιάσει το σαϊντάρ και να ακολουθήσει την Ηλαίην.