Οι ιστορίες των προσφύγων έγιναν γνωστές, φυσικά. Οικογένειες που είχαν διαλυθεί, χαθεί ή σκοτωθεί. Αγροκτήματα και μαγαζιά και δουλειές που είχαν καταστραφεί, καθώς οι μπελάδες του κόσμου πάφλαζαν, φέρνοντας αναταραχή στο εμπόριο. Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να αγοράσουν, όταν δεν μπορούσαν να πουλήσουν. Ο Προφήτης ήταν το τελευταίο τούβλο στο κάρο, εκείνο που έσπασε τον άξονα. Η Νυνάβε δεν είπε τίποτα, όταν είδε την Ηλαίην να χώνει κρυφά ένα χρυσό μάρκο στο χέρι ενός με αραιά γκρίζα μαλλιά, ο οποίος άγγιξε με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του το ρυτιδιασμένο μέτωπό του και προσπάθησε να της φιλήσει το χέρι. Η Ηλαίην θα μάθαινε πόσο γρήγορα τελειώνει το χρυσάφι. Εκτός αυτού, και η ίδια η Νυνάβε είχε μοιράσει λίγα χρυσά νομίσματα. Ίσως όχι λίγα.
Όλοι οι άνδρες εκτός από δύο ήταν γκριζομάλληδες ή φαλακροί, με ηλιοψημένα πρόσωπα και χέρια γεμάτα κάλους από τη δουλειά. Τους νεότερους, όσους δεν είχε πιάσει ο Προφήτης, τους είχε αρπάξει ο στρατός· όσοι αρνούνταν το ένα ή το άλλο, είχαν κρεμαστεί. Οι δύο νεότεροι —στην πραγματικότητα ήταν σχεδόν αγόρια ακόμη· η Νυνάβε ήταν σίγουρη ότι κανένας από τους δύο δεν χρειαζόταν να ξυρίζεται τακτικά― είχαν βλέμμα κυνηγημένου και ταράζονταν μόλις τους κοίταζε κάποιος Σιναρανός. Μερικές φορές, οι πιο ηλικιωμένοι έλεγαν ότι ήθελαν να ξαναρχίσουν, να βρουν λίγη γη να οργώσουν ή να ξαναπιάσουν την τέχνη τους, αλλά ο τόνος της φωνής τους έλεγε ότι αυτό ήταν περισσότερο μπλόφα και ψευτοπαλικαριά παρά πραγματική ελπίδα. Κυρίως μιλούσαν χαμηλόφωνα για τις οικογένειές τους· για τις χαμένες γυναίκες, τα χαμένα παιδιά, τα χαμένα εγγόνια. Έμοιαζαν χαμένοι. Τη δεύτερη νύχτα, ένας με πλατιά αυτιά, που έμοιαζε ο πιο ενθουσιώδης σε κείνη τη θλιβερή παρέα, εξαφανίστηκε στα καλά καθούμενα· όταν βγήκε ο ήλιος, είχε χαθεί. Μπορεί να είχε βγει στη στεριά κολυμπώντας. Η Νυνάβε αυτό έλπιζε.
Πάντως, αυτό που έμπηγε μαχαίρι στην καρδιά της ήταν οι γυναίκες. Δεν είχαν περισσότερες προοπτικές από τους άνδρες, ούτε μεγαλύτερη σιγουριά, αλλά οι περισσότερες είχαν πιο πολλά βάρη. Δεν είχαν μαζί τους άνδρες τους, δεν ήξεραν αν οι άνδρες τους ήταν ζωντανοί ακόμα, όμως οι ευθύνες που τις βάραιναν τις ανάγκαζαν να προχωρήσουν. Καμία γυναίκα με τσαγανό δεν θα σήκωνε τα χέρια ψηλά όταν είχε παιδιά. Όλες σκόπευαν να βρουν κάποιο μέλλον. Όλες είχαν τουλάχιστον μια ικμάδα ελπίδας, ενώ οι άνδρες απλώς προσποιούνταν ότι έλπιζαν. Ειδικά τρεις απ’ αυτές τη συγκινούσαν πιο πολύ.
Η Νίκολα είχε περίπου την ηλικία και το ύψος της Νυνάβε, ήταν μια λεπτή, μελαχρινή υφάντρα με μεγάλα μάτια, που έκανε σχέδια για γάμο. Ώσπου του Χάυραν του μπήκε η ιδέα ότι το καθήκον τον καλούσε να ακολουθήσει τον Προφήτη, να ακολουθήσει τον Αναγεννημένο Δράκοντα· θα την παντρευόταν αφού τελείωνε το καθήκον του. Το καθήκον ήταν κάτι πολύ σημαντικό για τον Χάυραν. Θα γινόταν καλός κι ευσυνείδητος σύζυγος και πατέρας, έτσι έλεγε η Νίκολα, Όμως η σκέψη που του είχε μπει στο κεφάλι δεν τον βοήθησε όταν κάποιος του άνοιξε το κεφάλι μ’ ένα τσεκούρι. Η Νίκολα δεν ήξερε ποιος και γιατί, μόνο ότι έπρεπε να φύγει όσο γινόταν πιο μακριά από τον Προφήτη. Κάπου πρέπει να υπήρχε ένα μέρος χωρίς σκοτωμούς, όπου δεν θα φοβόταν συνεχώς τι την περίμενε στην άλλη γωνία.
Η Μάριγκαν, μερικά χρόνια μεγαλύτερη, ήταν κάποτε παχουλή, όμως τώρα το τριμμένο καφέ φόρεμα έπλεε πάνω της και το αδρό πρόσωπό της φαινόταν να έχει περάσει κάθε όριο κούρασης. Οι δυο γιοι της, ο εξάχρονος Τζάριλ και ο επτάχρονος Σιβ, κοίταζαν βουβά τον κόσμο με διάπλατα μάτια· πιάνονταν ο ένας από τον άλλο κι έμοιαζαν να φοβούνται τους πάντες και τα πάντα, ακόμα και τη μητέρα τους. Η Μάριγκαν ασχολιόταν με θεραπείες και βότανα στη Σαμάρα, αν και είχε κάποιες παράξενες ιδέες και για τα δύο. Αυτό δεν ήταν παράξενο· μια γυναίκα που πρόσφερε θεραπείες, με την Αμαδισία και τους Λευκομανδίτες στην αντίπερα όχθη, δεν έπρεπε να κάνει αισθητή την παρουσία της, και από την αρχή είχε αναγκαστεί να τα μάθει μόνη της. Το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να γιατρεύει τις αρρώστιες, και ισχυριζόταν ότι τα κατάφερνε καλά, αν και δεν είχε κατορθώσει να σώσει τον σύζυγό της. Είχε περάσει πέντε δύσκολα χρόνια μετά το θάνατό του και ο ερχομός του Προφήτη είχε δυσκολέψει την κατάσταση. Οι όχλοι που έψαχναν για Άες Σεντάι την είχαν αναγκάσει να κρυφτεί, επειδή είχε θεραπεύσει κάποιον από πυρετό και οι φήμες έλεγαν ότι τον έχει φέρει πίσω από τους νεκρούς. Τόσο λίγα ήξεραν οι περισσότεροι για τις Άες Σεντάι· ο θάνατος ήταν ισχυρότερος από τη Δύναμη της Θεραπείας. Ακόμα και η Μάριγκαν έμοιαζε να πιστεύει ότι αυτό μπορούσε να γίνει. Δεν ήξερε πού πήγαινε, όπως και η Νίκολα. Έλπιζε να βρει κάποιο χωριό, όπου θα μπορούσε να ξαναμοιράζει βότανα με την ησυχία της.